Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.
Την Τετάρτη που μας πέρασε, 21 Μαρτίου 2018, η πόλη της Αθήνας γέμισε Ποίηση. Παρακολουθήσαμε τις εκδηλώσεις που έγιναν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και καταγράψαμε εντυπώσεις.
Ο Κύκλος Ποιητών αποτελεί το αποτέλεσμα της αρχικής "πρωτοβουλίας τριών ποιητών, του Αναστάση Βιστωνίτη, του Γιώργου Μπλάνα και Ντίνου Σιώτη να απευθυνθούν σε μια σειρά από ποιητές των οποίων το έργο εκτιμούν και να τους ζητήσουν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια να βγει η ποίηση από το περιθώριο, το έργο των ίδιων να γίνει γνωστό στο κοινό και να δημιουργηθεί μια κοινότητα δημιουργών όπου οι ποιητές, παλαιότεροι και νεώτεροι, θα μπορούν να συναντούν τους ομοτέχνους τους, να ανταλλάσσουν απόψεις, να διαβάζουν τα έργα τους και να επικοινωνούν μέσω των εκδηλώσεων και των πρωτοβουλιών του Κύκλου Ποιητών με τους αναγνώστες." Σήμερα αριθμεί όλο και περισσότερα μέλη από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στα πλαίσια της Παγκόσμιας Μέρας Ποίησης, διοργάνωσε εκδήλωση στη Στοά του Βιβλίου, που μεταδόθηκε ζωντανά από το Τρίτο Πρόγραμμα. Στην εκδήλωση αυτή, που παρουσίασε ο Γιώργος-΄Ικαρος Μπαμπασάκης, η προσέλευση ήταν αθρόα, διαβάστηκαν από τους ίδιους τους ποιητές έργα τους σχετικά με το θέμα που ήταν "Το Παιδί στην Ποίηση". Το σημαντικό ήταν η ατμόσφαιρα, η συγκίνηση των δημιουργών καθώς διάβαζαν τα ποιήματά τους. Ξεχώρισα απ΄αυτά του Ευάγγελου Βαλσαμίδη "Το παιδί δεν καταλαβαίνει από απώλειες και ήττες" και του Γιάννη Ευσταθιάδη, όλα όμως όσα ακούστηκαν εκείνη τη βραδιά περιέχονται σε ειδικό τεύχος που διατέθηκε την ώρα της εκδήλωσης.
Παραθέτω το ποίημα του Γιάννη Ευσταθιάδη, από τη συλλογή Κιβωτός, 1998, που διάβασε ο ίδιος ο ποιητής, ιδιαίτερα συγκινητικό:
και σε λέω μωρό μου
αράχνη στοργική
σου πλέκω
κουνουπιέρα από λέξεις
για να κοιμάσαι πιο βαθιά
σε μαλακά επίθετα
σβήνω το φως μη σε ξυπνούν
τα επιφωνήματα
ισόβια κατοικώ στην άκρη
της ντουλάπας σου
ατσαλάκωτα στο σχήμα
των διαδοχικών σωμάτων σου - ψήλωσες
τα σεντόνια σου αερίζω
στο φως
να δω τις χθεσινές φωτογραφίες
που άφησες πάνω τους
κοιμήσου
αυτό το μεσονύκτιο όνειρό σου
εκ προμελέτης το γνωρίζω
δεν έχω λόγια να σου δώσω
μόνο βλέμματα
ένα ευρύχωρο σκοτάδι ν΄ακουμπήσεις
και μια μικρή σιωπή να ξεκουράζεις
τη φωνή σου
είμαι η λαβή ομπρέλας όταν βρέχει
το φρένο του αυτοκινήτου πάνω στη στροφή
είμαι ρολόι που σταματά να μην αργήσεις
φωτάκι δρόμου στις γωνιές του ύπνου σου
πλήκτρο του enter στις οθόνες του καιρού
γίνομαι καθετί που σκέφτεσαι ν΄αγγίξεις
γίνομαι αέρας για να μη φυσά
κλαις
και τα δάκρυά σου τρέχουν
απ΄τα μάτια μου
το στόμα σου ανοίγεις και μιλώ
κεφάλι αγύριστο
και σου ΄πα μην ξυρίζεσαι χωρίς σαπούνι
μ΄έκοψες πάλι εδώ
στο αριστερό μάγουλο
από κάτω - πονάει
δεν ήπιες όλο το γάλα σου
ξεχνάω το χρόνο για το θηλασμό
ξεχνάω το χρόνο με την πρόφαση
του φθινοπώρου - άργησες
πόσα φθινόπωρα καλοκαίρια χρόνια τώρα
δε σε μεγαλώνω
χρόνος πάνω σε χρόνο
μνήμη που ανακαλύπτει τον τροχό
και τη φωτιά
μέσα στο βλέμμα σου ατονεί
η πιο μεγάλη παρομοίωση
φάντασμα ονείρου πανταχού παρόν
σαν αλογάκι είσαι και σαν ζρκαδάκι
σε μελετώ τις νύχτες
δύσκολη σπουδή στα άσπρα
πλήκτρα ξαφνικής βροχής
όταν ξαναμικρύνω θέλω να σου μοιάσω
αγύριστο κεφάλι
μην περιμένεις γιο μου να σ΄αποκαλώ
αφού καλά το ξέρεις
είσαι ο πατέρας μου
Στον μικρό μου γιο
"ώσπου έγινες πια δεκαοχτώ χρονώ χρόνος"
Γιάννης Βαρβέρης
Είκοσι πέντε χρονώ χρόνος
κι ακόμα σε νανουρίζω
ακόμα σου αλλάζω πάνεςκαι σε λέω μωρό μου
αράχνη στοργική
σου πλέκω
κουνουπιέρα από λέξεις
για να κοιμάσαι πιο βαθιά
σε μαλακά επίθετα
σβήνω το φως μη σε ξυπνούν
τα επιφωνήματα
ισόβια κατοικώ στην άκρη
της ντουλάπας σου
ατσαλάκωτα στο σχήμα
των διαδοχικών σωμάτων σου - ψήλωσες
τα σεντόνια σου αερίζω
στο φως
να δω τις χθεσινές φωτογραφίες
που άφησες πάνω τους
κοιμήσου
αυτό το μεσονύκτιο όνειρό σου
εκ προμελέτης το γνωρίζω
δεν έχω λόγια να σου δώσω
μόνο βλέμματα
ένα ευρύχωρο σκοτάδι ν΄ακουμπήσεις
και μια μικρή σιωπή να ξεκουράζεις
τη φωνή σου
είμαι η λαβή ομπρέλας όταν βρέχει
το φρένο του αυτοκινήτου πάνω στη στροφή
είμαι ρολόι που σταματά να μην αργήσεις
φωτάκι δρόμου στις γωνιές του ύπνου σου
πλήκτρο του enter στις οθόνες του καιρού
γίνομαι καθετί που σκέφτεσαι ν΄αγγίξεις
γίνομαι αέρας για να μη φυσά
κλαις
και τα δάκρυά σου τρέχουν
απ΄τα μάτια μου
το στόμα σου ανοίγεις και μιλώ
κεφάλι αγύριστο
και σου ΄πα μην ξυρίζεσαι χωρίς σαπούνι
μ΄έκοψες πάλι εδώ
στο αριστερό μάγουλο
από κάτω - πονάει
δεν ήπιες όλο το γάλα σου
ξεχνάω το χρόνο για το θηλασμό
ξεχνάω το χρόνο με την πρόφαση
του φθινοπώρου - άργησες
πόσα φθινόπωρα καλοκαίρια χρόνια τώρα
δε σε μεγαλώνω
χρόνος πάνω σε χρόνο
μνήμη που ανακαλύπτει τον τροχό
και τη φωτιά
μέσα στο βλέμμα σου ατονεί
η πιο μεγάλη παρομοίωση
φάντασμα ονείρου πανταχού παρόν
σαν αλογάκι είσαι και σαν ζρκαδάκι
σε μελετώ τις νύχτες
δύσκολη σπουδή στα άσπρα
πλήκτρα ξαφνικής βροχής
όταν ξαναμικρύνω θέλω να σου μοιάσω
αγύριστο κεφάλι
μην περιμένεις γιο μου να σ΄αποκαλώ
αφού καλά το ξέρεις
είσαι ο πατέρας μου
και κάθε μέρα με ξαναγεννάς.
Να σου χαρίσει εντέλει δυο στιγμές, πιο ψηλά από κει που πατάνε τα πόδια σου. Και να σε κάνει να αισθανθείς πως έχει νόημα να ζεις. Ν΄ακούς. Και να βλέπεις.
Τρέχοντας αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το χώρο για την επόμενη στιγμή της βραδιάς, την εκδήλωση του Ιανού που διοργάνωσε μαραθώνιο Ποίησης με 87 ποιήματα που ακούστηκαν επί πέντε τουλάχιστον ώρες. Σημαντικές μορφές του χώρου, όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ, ο Γιώργος Χρονάς, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Γιάννης Αντιόχου, διάβασαν ποιήματα δικά τους ή και άλλων, αλλά και ηθοποιοί όπως ο Ηλίας Λογοθέτης, η ΄Ελλη Φωτίου και ο Στέφανος Ληναίος, διάβασαν και θυμήθηκαν περιστατικά από τη ζωή και το έργο σημαντικών Ελλήνων ποιητών.
Πρώτη έκπληξη της εκδήλωσης ο Στέφανος Κορκολής, που έπαιξε στο πιάνο μελοποιημένη από τον ίδιο ποίηση, Κ. Π. Καβάφη, ερμηνευμένη καταπληκτικά από τη Σοφία Μανουσάκη, ειδικά το ποίημα "Μακριά" του Αλεξανδρινού ποιητή. Προηγήθηκε γαλλική μουσική και τραγούδια, ακολούθησε ο Κώστας Θωμαϊδης, στο κατάμεστο καφέ του Ιανού, όπου πραγματικά δεν έπεφτε καρφίτσα και περίσσευε η συγκίνηση του ενθουσιώδους κοινού. Ολόκληρη η εκδήλωση μεταδόθηκε ζωντανά.
Παραθέτω το ποίημα του Διονύση Μαρίνου που διαβάστηκε από τον Στέφανο Δάνδολο στη βραδιά :
οι ποιητές
που δεν τους διάβασε κανείς
μαύρο έντομο η ανάσα τους
χτυπάει στο τζάμι και χτυπάει
δεν έχουν γιορτή
δεν έχουν σχόλη
αμάζευτο νερό η ευτυχία τους
οι ποιητές
που κανείς δεν τους ξέρει
στη λαϊκή πηγαίνουν τελευταίοι
βρέχει πολύ όταν κοιμούνται
και ταξιδεύουν με ΚΤΕΛ
που ξεφυσούν σαν φάλαινες
οι ποιητές
που δεν τους διάβασε κανείς
μαύρο έντομο η ανάσα τους
χτυπάει στο τζάμι και χτυπάει
δεν έχουν γιορτή
δεν έχουν σχόλη
αμάζευτο νερό η ευτυχία τους
οι ποιητές
που κανείς δεν τους ξέρει
στη λαϊκή πηγαίνουν τελευταίοι
βρέχει πολύ όταν κοιμούνται
και ταξιδεύουν με ΚΤΕΛ
που ξεφυσούν σαν φάλαινες
οι ποιητές
που ποιήματα δεν γράφουν
μια μέρα
ρουφήχτρες θα γίνουν
ναυάγια στα βιβλία σας
και θα σας πνίξουν
με τους στίχους που θυμάστε.
που ποιήματα δεν γράφουν
μια μέρα
ρουφήχτρες θα γίνουν
ναυάγια στα βιβλία σας
και θα σας πνίξουν
με τους στίχους που θυμάστε.
Φεύγοντας, με την ψυχή γεμάτη απ΄την ευδαιμονία που μόνο η ποίηση έχει τη δύναμη ν΄απλώνει αδιόρατα, ένιωθα κάτι ακόμα : Περηφάνια, που στον καιρό της κρίσης, ο ποιητικός βίος της πόλης, της χώρας, υψώνει ανάστημα ν΄ακουστεί, να προσφέρει παρηγορία, συγκίνηση, να απαλύνει τη σκληρότητα του βιοπορισμού και να στείλει σ΄όλους - ακόμη και σ΄αυτόν που νομίζει πως δεν τη καταλαβαίνει - μήνυμα ελπίδας.
Την ποίηση τη συναισθάνεσαι στο κάθε τι, στις μικρολεπτομέρειες, "σ΄ένα ίσως χέρι" που θ΄απλωθεί με περισσότερη θέρμη και σιγουριά από άλλα, να σε τραβήξει απ΄την ευτέλεια, τη χαμέρπεια και την απαξία.
Την ποίηση τη συναισθάνεσαι στο κάθε τι, στις μικρολεπτομέρειες, "σ΄ένα ίσως χέρι" που θ΄απλωθεί με περισσότερη θέρμη και σιγουριά από άλλα, να σε τραβήξει απ΄την ευτέλεια, τη χαμέρπεια και την απαξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου