Είναι που οι τοίχοι άρχισαν ολοένα να μικραίνουν, να στενεύουν, να αλλάζουν, λες και θέλουν να με κλείσουν ανάμεσά τους μέχρις ότου γίνω ένα με αυτούς. Το στυλό βαραίνει στο χέρι μου και τα γράμματα βγαίνουν λίγο λοξά, του τελειώνει και το μελάνι, μου τελειώνουν και οι σκέψεις, πρέπει να το αδειάσω θαρρώ λίγο το μυαλό από τους πολλούς συλλογισμούς, να το αφήσω τελείως κενό- μόνο τις νότες και κανένα κλειδί του σολ θα αφήσω, να 'χω να ξεκλειδώσω την πόρτα άμα θελήσω να τρέξω στον κεντρικό δρόμο -εκείνον με τις τρεις λωρίδες που 'ναι όλο βαβούρα και φωνές- και να αρχίσω να του φωνάζω και 'γω, να του πω ότι με πνίγει και με αγχώνει και με τρομάζει και με απωθεί, πως αγαπώ τα κόκκινα φανάρια του, που δίνουν μερικά λεπτά ανάσας σε τούτη την πόλη. Αμάν πια αυτοί οι τοίχοι, δεν λένε να σταματήσουν να κλείνουνε- αλήθεια, πού άφησα το σπίρτο εκείνο που θα άναβε μια φοβερή φωτιά και θα τους έκανε από φόβο ν'ανοίξουν τόσο, που να χωράνε μέσα τους ολάκερο τον κόσμο; Κάπου εδώ γύρω θα το 'χω αφήσει.
Κάπου,
ίσως εδώ,
όχι δεν είναι,
ίσως πάνω στην βιβλιοθήκη, μέσα στο βιβλίο που αγόρασα τότε και ακόμα να διαβάσω,
όχι όχι, ούτε εκεί,
α! ξέρω,
ίσως να 'ναι στο συρτάρι με όλα κείνα που μια τα χάνω και μια τα βρίσκω
-τα λαστιχάκια για τα μαλλιά, τα γυαλιά μου, την έμπνευση, την όρεξη, τα όνειρα-
να δεις που εκεί θα 'ναι.
Θέλω να πάρω τα χρώματα από τον πίνακα που 'χω στο σαλόνι και να βάψω τον απέναντι δρόμο, τον πλαϊνό τοίχο, τον γείτονα και τον σκύλο του, ίσως και μένα την ίδια, να προλάβω να διαλύσω εγώ το γκρι, προτού με καταπιεί εκείνο.
Πάω να κλείσω το παράθυρο γιατί μπαίνει ψύχρα και ρουτίνα μέσα. Αύριο θα απλώσω τις φρεσκοπλυμένες μου προσδοκίες, και θα τις φορέσω έτσι καθαρές και μυρωδάτες, ξεκινώντας ξανά απ' την αρχή.
Πού θα μου πάει- θα κόψω λίγο τις κόρνες και την βροχή, θα ράψω και μερικά χαμόγελα, από τα αληθινά και τα μοιραία,
και θα το φέρω το τώρα στα μέτρα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου