Γράφει η Άλκηστις Κυριακού
Tο έργο εστιάζει στη θέση της γυναίκας τον προηγούμενο αιώνα και στην έλλειψη του δικαιώματος της επιλογής, ακόμη και στα πιο ζωτικά ζητήματα, όπως το φύλο του παιδιού της. Όταν, στην Επανάσταση του ΄21, η ανάγκη για την επάνδρωση νέων στην αντίσταση ήταν έκδηλη, ένας πολύτεκνος πατέρας αποφασίζει να μετατρέψει το φύλο της τελευταίας κόρης που γεννιέται, από γυναικείο σε αντρικό. Μεγαλώνει την Χρυσή του, σαν Χρύσανθο με σκοπό να τον προσφέρει στην Επανάσταση. Η μικρή και η οικογένεια της υποτάσσονται άβουλα και αβίαστα στον άντρα του σπιτιού μέχρι που ο Χρύσανθος μεγαλώνει και φεύγει για το μέτωπο. Εκεί ο νέος, όσο και αν έμαθε να πολεμά αντρίκια με το σπαθί, δεν έμαθε να αντιστέκεται στα γυναικεία σκιρτήματα της καρδιάς του και ερωτεύτηκε τον Δήμο, τον ερωτεύτηκε βαθιά και ας προσπάθησε τ’ αντίθετα
«Πόσες φορές την αγάπη μου την έπνιξα σε θυμούς και πικρά λόγια εναντίον του! Ήρθαν στιγμές που σήκωσα ν’ αδειάσω την πιστόλα στα στήθη του, να σβήσω στο αίμα του τη λαύρα που με δαιμόνιζε. Δοκίμασα να φύγω από κοντά του, να πάω με άλλον καπετάνιο. Μα τα πόδια μου μ’ έφερναν πάλι πίσω, όπως το τυφλάλογο στο πράσινο λιβάδι.».
Εν τέλει, όμως, η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ. Ο
Δήμος πεθαίνει στην μάχη και ο Χρύσανθος δεν προλαβαίνει ούτε την αγάπη του να
του εκφράσει. Η ύβρις που διέπραξε ο πατέρας δεν τιμωρείται και ο πόθος της
κόρης μένει αδικαίωτος.
Η ιστορία μας είναι απλή, συγκεκριμένη και συγκινητική, γεγονός που σε ανακουφίζει αν σκεφτείς ότι η ομάδα είναι νέα, και ηλικιακά και σαν σύσταση. Η σκηνοθεσία της Νίκης Δουλγεράκη ήταν έξυπνη και ταπεινή ταυτόχρονα. Μέσα σε ένα 45λεπτο, χωρίς πληθωρικότητες και σκηνοθετικές φλυαρίες, έχτισε πολύ όμορφα μια αφηγηματική παράσταση που ενίοτε οι δύο ηθοποιοί έμπαιναν και έβγαιναν από τον ρόλο του μοναδικού πρωταγωνιστή μας. Θα μπορούσε βέβαια να υπάρχει ένας ηθοποιός επί σκηνής μόνον ή τουλάχιστον να διαχωριστεί ο αφηγητής από τον χαρακτήρα και να είναι πιο ξεκάθαροι οι ρόλοι μιας και δεν αντιληφθήκαμε την αναγκαιότητα της δυάδας. Έβλεπες με απόλαυση ένα σοβαρό σκηνοθετικό μάτι απέναντι στον δύσκολο λόγο του Καρκαβίτσα, που δεν αντιμετώπισε το κείμενο με υπεροψία αλλά με προσοχή ώστε να αποδώσει την διάθεση του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, απολαύσαμε πολύ το κλείσιμο της παράστασης που, παρ’ όλες τις αντάρες που πέρασαν οι χαρακτήρες μας, κάθισαν ήσυχα, κουλουριασμένα, να φάνε ένα μήλο με πολύ όρεξη, διότι τότε το φαγητό ήταν υπεράνω των υπόλοιπων αναγκών– όπως άλλωστε προδίδει και το κείμενο «Άλλοι τότε ήταν οι καιροί και κείνο που έχτιζε η αγάπη γρήγορα το χάλαε η καταδρομή. Για τούτο και γω δεν πάτησα το θέλημα του πατέρα μου.» Δεν κατανοήσαμε, βέβαια, καλά τι νόημα έπαιζε το μήλο στην υπόλοιπη παράσταση.
Η ιστορία μας είναι απλή, συγκεκριμένη και συγκινητική, γεγονός που σε ανακουφίζει αν σκεφτείς ότι η ομάδα είναι νέα, και ηλικιακά και σαν σύσταση. Η σκηνοθεσία της Νίκης Δουλγεράκη ήταν έξυπνη και ταπεινή ταυτόχρονα. Μέσα σε ένα 45λεπτο, χωρίς πληθωρικότητες και σκηνοθετικές φλυαρίες, έχτισε πολύ όμορφα μια αφηγηματική παράσταση που ενίοτε οι δύο ηθοποιοί έμπαιναν και έβγαιναν από τον ρόλο του μοναδικού πρωταγωνιστή μας. Θα μπορούσε βέβαια να υπάρχει ένας ηθοποιός επί σκηνής μόνον ή τουλάχιστον να διαχωριστεί ο αφηγητής από τον χαρακτήρα και να είναι πιο ξεκάθαροι οι ρόλοι μιας και δεν αντιληφθήκαμε την αναγκαιότητα της δυάδας. Έβλεπες με απόλαυση ένα σοβαρό σκηνοθετικό μάτι απέναντι στον δύσκολο λόγο του Καρκαβίτσα, που δεν αντιμετώπισε το κείμενο με υπεροψία αλλά με προσοχή ώστε να αποδώσει την διάθεση του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, απολαύσαμε πολύ το κλείσιμο της παράστασης που, παρ’ όλες τις αντάρες που πέρασαν οι χαρακτήρες μας, κάθισαν ήσυχα, κουλουριασμένα, να φάνε ένα μήλο με πολύ όρεξη, διότι τότε το φαγητό ήταν υπεράνω των υπόλοιπων αναγκών– όπως άλλωστε προδίδει και το κείμενο «Άλλοι τότε ήταν οι καιροί και κείνο που έχτιζε η αγάπη γρήγορα το χάλαε η καταδρομή. Για τούτο και γω δεν πάτησα το θέλημα του πατέρα μου.» Δεν κατανοήσαμε, βέβαια, καλά τι νόημα έπαιζε το μήλο στην υπόλοιπη παράσταση.
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ήταν επίσης και η χρήση του σκηνικού
που με μια χαρτοταινία και μερικά καλαπόδια, ανάλογα με το πώς τα
χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί, βλέπαμε εμείς βουνά και λόφους, φίλους και
νεκρούς, καταστροφές και κρησφύγετα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακά πετυχημένη
αξιοποίηση σκηνικού, ιδιαίτερα σημαντικό για πρώτες απόπειρες-.
Τα δύο νεαρά
κορίτσια, η Πέλια Γιαννουλάτου και η Ηλιάνα Μπαφέρου, που έπαιζαν στο έργο έκαναν εντύπωση από την
πρώτη στιγμή. Άρθρωση καθαρή, σώματα αέρινα, κινήσεις άνετες, φωνές σταθερές.
Προσπαθούσες να ξεχωρίσεις κάποια, αλλά μάταιος κόπος. Είχαν άλλωστε και πολύ
καλή σκηνική χημεία. Οι ερμηνείες των
κοριτσιών δε, ήταν προσεγμένες και συγκεκριμένες, χωρίς φάλτσα και πιστές σε
έναν κοινό χαρακτήρα. Ο ρόλος βέβαια άφηνε περιθώριο για μεγαλύτερες
συγκινήσεις, είχε χώρο για περισσότερη ένταση και πάθη, κατά την ταπεινή μου
γνώμη, που θα θέλαμε να δούμε αλλά τελικά δεν είδαμε. Οι ικανότητες των
ηθοποιών πάντως αναμφισβήτητα προσφέρονταν για περισσότερα πράγματα. Ίσως
βέβαια να ήταν και σκηνοθετική άποψη αυτή η συγκράτηση που έδειξαν στις
ερμηνείες τους μιας και δεν ξίνιζε ιδιαίτερα αυτή η έλλειψη συγκίνησης, μπορεί
όμως και απ την άλλη να ήταν από την ρουτίνα της παράστασης που οι ηθοποιοί δεν
τα έδωσαν όλα.
Σε κάθε
περίπτωση, ευχαριστηθήκαμε θέατρο. Ακούσαμε ωραίο κείμενο με προσεγμένη και
έξυπνη σκηνοθεσία, ευχαριστηθήκαμε καλή υποκριτική και ανυπομονούμε να
υποδεχτούμε ξανά την φρέσκια αυτή ομάδα στην πόλη μας, πιο τολμηρή την επόμενη
φορά, γιατί φαίνεται πολλά υποσχόμενη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου