Κύριο Μένου

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Αγγίζοντας το όνειρο | Ελλάδα Κράλλη

Σε ένα σπήλαιο μακριά από την ματιά του σύγχρονου κόσμου μια μικρή ομάδα ανθρώπων ζούσε φυλακισμένη εκεί κάτω. Το φως έμοιαζε σαν παράδεισος όταν μέσα από τις τρύπες της σπηλιάς εισχωρούσε και φώτιζε την δική τους πραγματικότητα.

Εκείνος μεγαλωμένος στη σπηλιά είχε ακούσει τόσους μύθους για τον έξω κόσμο που επιθυμούσε τόσο να ζήσει μαζί τους. Σε όσους είχε τολμήσει να το πει δεν τον πίστευαν και η απάντησή τους του δημιουργούσε μια φοβερή θλίψη για κάτι που απλά όπως έλεγαν εκείνοι δεν υπήρχε. Οι μύθοι είχαν προέλθει από μια μάγισσα πριν αιώνες.

«Και αν τότε όσα έγιναν ήταν αλήθεια;

-Πόσες φορές θα στο πω παιδί μου; Αυτό που σκέφτεσαι είναι ανύπαρκτο. Οι μύθοι πλάστηκαν για να ομορφαίνουν τις ζωές μας.

-Και αν δεν είναι απλά μύθοι; Και αν όλοι μας εδώ θέλουμε να παραμείνουμε τυφλοί για να αποφύγουμε την αληθινή ομορφιά;».

Απορίες πολλές και μετά το κενό. Όλοι τον φώναζαν ονειροπόλο και οραματιστή, μα δεν ήξερε ακριβώς σε τι όνειρο ζούσε και αν όντως τα οράματά του ήταν αυτό που έβλεπε. Άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του έχοντας για συντροφιά πλέον μόνο τις σκέψεις του. Μετά από μέρες έχασε τελείως επαφή με τους υπόλοιπους και στόχεψε στο να βρει τον τρόπο να τους διαψεύσει. Γύρω του υπήρχε μόνο σκοτάδι και πέτρα. Ούτε το κρεβάτι του δεν μπορούσε να δει πια. Με μανία άρχισε να σκάβει μέχρι που κάποιες πέτρες έπεσαν και το δωμάτιο που έμενε μίκρυνε περισσότερο. Αυτό που αντίκρισε όμως ήταν απερίγραπτο. Ήταν η εικόνα του έναστρου ουρανού με το φεγγαρόφως να αγγίζει το δέρμα του με τις νυχτερινές του αχτίδες. Πίστεψε για λίγο ότι πρόκειται για μια οφθαλμαπάτη μα μόλις ξεπρόβαλλε προς τα έξω ένιωσε τον δροσερό αέρα πάνω του.

«Είναι αλήθεια τελικά».

Ξύπνησε ιδρωμένος βλέποντας μόνο την νεκρική όψη της σκουρόχρωμης πέτρας που τον περιέβαλε. Ακούστηκε ένας συναγερμός. Σήμαινε ότι το φως θα λούσει για άλλη μια φορά τη σπηλιά. Όλοι πανευτυχής κάθε φορά έτρεχαν να δουν αυτό το θέαμα, αλλά εκείνος είχε πάρει τις δικιές του αποφάσεις.

Στέκονταν όλοι με τα ορθάνοιχτα στόματα και το βλέμμα τους υγρό έτοιμο να δακρύσει για την ομορφιά που δέχονταν στο μέρος όπου ζούσαν. Σαν σκιά μέσα από το φως που έπεφτε προς τα κάτω εμφανίστηκε εκείνος και όλοι στην αρχή φοβήθηκαν. Όταν τους πλησίασε άρχισαν να τον χλευάζουν και να λένε δυνατά τα πιστεύω του προκαλώντας πιο δυνατό αλαλαγμό από γέλια και φωνές. Έμεινε ακίνητος όση ώρα γινόταν όλος αυτός ο χαμός. Τότε ένας-ένας σιωπούσε έχοντας για μόνη παρέα τους τον τρόμο πλέον. Σήκωσε το χέρι του ψηλά στο φως. Έπειτα μαζί με το άλλο του χέρι όσο μπορούσε έριξε κομμάτια από πετρώματα κάτω μέχρι να ανέβει πάνω. Είχε γραπωθεί με τα δυο του χέρια και το μισό του σώμα κρεμιόταν στην οικουμένη τους.

«Μη πας θα πεθάνεις.

-Ο μόνος θάνατος είναι οι σκιές εκείνων που περιπλανιόνται στο σκοτάδι».

Τότε χάθηκε ψηλά αφήνοντας τους ανθρώπους που παρήκμαζαν για ένα παραμυθένιο αύριο. Μύριζε μουσκεμένο χώμα και λίγα φύλλα ήταν πάνω στα ρούχα του. Θυμήθηκε πόσα μάζευε στη σπηλιά και διακοσμούσε το δωμάτιό του. Τα άγγιξε με χαρά και περπάτησε προς το άγνωστο με ελπίδα. Ύστερα από χρόνια το μέρος του σπηλαίου γκρεμίστηκε. Αυτό δημιούργησε μετά έναν νέο μύθο για κάποιες περιφερόμενες ψυχές παγιδευμένες σε έναν υπόγειο κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου