Ξέρω πολύ καλά τι περιέχει ο φάκελος κι ας μην τον έχω ανοίξει ακόμη. Ξέρω ότι δεν θα αλλάξει κάτι είτε τον ανοίξω είτε όχι, παρόλα αυτά καθυστερώ όσο μπορώ. Το βλέμμα μου συνεχώς γυρίζει στο φάκελο, που εδώ και μέρες στέκει πάνω στο τραπέζι. Περιέχει ένα μικροτσίπ και τις οδηγίες τοποθέτησής του, καμία άλλη πληροφορία δεν εσωκλείεται. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Ξέρω πολύ καλά τι ακριβώς γράφει η επιστολή. «Κόψτε ελαφρά το δέρμα, περίπου 2,5 χιλιοστά, στο πίσω σημείο του γονάτου. Η επιλογή αριστερού ή δεξιού ποδιού τίθεται στην ευχέρειά σας. Ακουμπήστε προσεχτικά το μικροτσίπ επάνω στην πληγή. Χρειάζεται περίπου 23 λεπτά για να αφομοιωθεί από τον οργανισμό. Έπειτα είσαστε έτοιμος για την παραλαβή». Έτοιμος! Ακούς εκεί έτοιμος. Η Λούνα επιμένει να ανοίξει το φάκελο, επιμένει ότι δεν είναι κάτι τραγικό, επιμένει ότι θα αντέξω. Στο διάολο με την επιμονή της αυτή.
«Είναι η τελευταία μου νύχτα, θέλεις να το καταλάβεις;»
«Η τελευταία μας νύχτα.» επιμένει. «Είμαι μαζί σου σ’ αυτό, το ξέρεις.»
Ήθελα να ουρλιάξω ότι είναι δική μου, μόνο δική μου. Προσποιούμουν τον άνετο όλο αυτό το διάστημα. Αργά ή γρήγορα, ο φάκελος φτάνει στο γραμματοκιβώτιο. Μπορεί να πάρει χρόνια, μα πάντοτε φτάνει. Δεν υφίσταται πλέον παραγραφή των αδικημάτων, όσα χρόνια και να έχουν περάσει πρέπει να εκτίσει την ποινή του κανονικά ο παραβάτης. Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά και η τιμωρία πάντοτε ίδια, μικρότερης ή μεγαλύτερης απλώς διάρκειας.
Ήμουν, νομίζω, 24 όταν έγινε η «βλακεία», όπως θέλουν να λένε σαν παρηγοριά μερικοί. Πάντοτε ήμουν πολύ προσεχτικός με τις κινήσεις μου, ξέρω ότι το παραμικρό λάθος στοιχίζει. Πρέπει να είσαι τυπικός και να ακολουθείς επακριβώς τις «Οδηγίες προς τους πολίτες της πόλης Φλίμπερ». Όλοι ήξεραν τον βασικό «άτυπο» κανόνα: Πάντα να ξεκολλάς το αυτοκόλλητο με τα στοιχεία σου, πριν ρίξεις κάτι στον κάδο των απορριμμάτων. Και μετά καταστρέφεις το αυτοκόλλητο προσεχτικά. Πάντα, μα πάντα το έκανα. Το συγκεκριμένο πακέτο όμως ήταν δώρο. Και η τότε «φίλη» μου σε μια στιγμή απροσεξίας έριξε το κουτί δίπλα στον κάδο. Δεν άργησαν να με εντοπίσουν. Με κάλεσαν, ούτε μήνα σχεδόν μετά, στα κεντρικά της Ασφάλειας Αστικών Απορριμμάτων. Επί μια πενταετία περνούσα ακροάσεις και έλεγα τα ίδια και τα ίδια: «Δεν το έκανα εγώ […] ήταν δώρο […] βεβαίως γνωρίζω πολύ καλά τις οδηγίες […].» Διαφορετικοί υπεύθυνοι, μα πάντοτε τα ίδια και τα ίδια. Μάταια προσπαθούσα να διαμαρτυρηθώ, η τιμωρία θα βάραινε εμένα. Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Όποιος αφήνει σκουπίδια εκτός του αντίστοιχου κάδου – κόκκινος για τα γενικά απορρίμματα, μπλε για τα πλαστικά, κίτρινος για τα γυάλινα και μωβ για τα ζωικά κατάλοιπα – τιμωρείται με ποινή από είκοσι μέρες έως και οκτώ μήνες.
Πέρασαν, σχεδόν, είκοσι χρόνια από τότε. Πριν λίγες μέρες η Λούνα ανέβηκε στο διαμέρισμα, κρατώντας τον φάκελο. Έχουν ένα πολύ χαρακτηριστικό χρώμα, όλοι ξέρουν τι «σηματοδοτεί» ο φάκελος αυτός.
«Δεν είναι και το τέλος του κόσμου» είπε. «Τέσσερις μήνες και 17 ημέρες, θα δεις ούτε που θα το καταλάβεις.»
«Πως μπορείς να ξέρεις τι θα καταλάβω; Δεν το βίωσες ποτέ σου και ούτε πρόκειται, κυρία Τέλεια.» είπα και αμέσως μετάνιωσα τον τόνο μου.
Δεν έφταιγε σε κάτι η Λούνα, θέλει απλά να μου συμπαρασταθεί. Και μόνο όμως στη σκέψη τεσσεράμισι μηνών εκεί, το μυαλό μου παγώνει. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το αντέξω. «Είναι η τελευταία μου νύχτα», έλεγα και ξανά έλεγα μέσα μου όλη την ημέρα. Μην μπορώντας να το ελέγξω. Απαγορεύεται να πάρω μαζί μου οτιδήποτε, παρέχουν τα πάντα εκεί. Κάποιοι μάλιστα καταφέρνουν όχι μόνο να μην τρελαθούν, αλλά και να γυρίσουν πίσω ανανεωμένοι.
Ανοιγοκλείνω τα συρτάρια και τα ντουλάπια, δεν μπορώ να τα βρω πουθενά. Πάντα έχει μερικά η Λούνα, που μπορεί να τα έχει καταχωνιάσει απορώ.
«Μην είσαι χαζός, ξέρεις ότι θα τα βρουν και θα σου τα πάρουν» μου φωνάζει από την κουζίνα.
«Το ξέρω» λέω, σχεδόν από μέσα μου.
Κατά την είσοδο σκανάρουν το κάθε άτομο. Όπου και αν βάλω τα υπνωτικά, θα μπορέσουν να τα βρουν. Ίσως και να μπορέσω όμως. Ποτέ δεν ξέρεις. Θέλω να απολαύσω το σκοτάδι αυτή τη στιγμή. Θέλω να κλειστώ στο υπνοδωμάτιο και να κλείσω τα στόρια. Να βγάλω όλες τις ηλεκτρικές συσκευές από την πρίζα και να βάλω χαρτοταινία σε όλες τις χαραμάδες. Να βάλω μια από εκείνες τις μάσκες που η Λούνα χρησιμοποιεί όταν ταξιδεύουμε με αεροπλάνο. Να κουκουλωθώ κάτω από το πάπλωμα και να μείνω εκεί μέχρι το πρωί.
«Είναι η τελευταία μου νύχτα» λέω, σχεδόν ουρλιάζοντας και κάθομαι στον καναπέ.
«Γλυκέ μου, θέλεις μήπως να κλείσω τις κουρτίνες για λίγο;» μου λέει πλησιάζοντας προς το παράθυρο.
«Συγγνώμη» ψελλίζω. «Ξέρεις πόσο λατρεύω τη νύχτα, την απουσία φωτός, το σκοτάδι.»
Κλείνει τις κουρτίνες, με πλησιάζει. Η αγκαλιά της για λίγο με ηρεμεί. Φεύγω για αρκετό καιρό, μα δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία. Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα. Μόνο να δεχτώ ότι απόψε θα είναι η τελευταία μου νύχτα. «Μας» η φωνή της Λούνα ηχεί μέσα στο κεφάλι μου.
Σουρουπώνει, παρατηρώ το δωμάτιο, το τελευταίο φως πέφτει σιγά σιγά, σουρουπώνει. Πανικοβάλλομαι. Κοιτάζω το ημερολόγιο, αύριο ξημερώνει στις 05.46. Γυρίζω στο ρολόι, έχω τουλάχιστον δέκα ολόκληρες ώρες να απολαύσω το σκοτάδι. Πνίγομαι στην ιδέα, δεν μου φτάνουν. Σηκώνομαι απότομα, θέλω να πάρω μαζί μου τα χάπια. Δεν θα τα καταφέρω χωρίς αυτά. Το ξέρω. Ξέρω όμως παράλληλα ότι είναι μάταιο όλο αυτό. Θα τα βρουν. Ξανά κάθομαι. Η Λούνα βρίσκεται συνεχώς κάπου στο χώρο τριγύρω. Μου είναι δύσκολο να την παρατηρήσω. Είναι πολύ άνετη, άθελά της με εκνευρίζει. Για εκείνη δεν είναι κάτι όλο αυτό, πώς να είναι άλλωστε. Λατρεύει τον ήλιο. Για λίγο σκέφτομαι τι καλά που θα ήταν αν αλλάζαμε θέσεις. Αντί για τον Μάριο Λούμπερτ, να εμφανιστεί η Λούνα Μόριτζ. Με σιχαίνομαι όταν σκέφτομαι έτσι, δεν είμαι φυγόπονος, ποτέ μου δεν υπήρξα. Σηκώνομαι και την παίρνω αγκαλιά.
«Να κλείνεις τα μάτια σου συχνά» μου λέει και με σφίγγει.
Είναι και αυτή μια κάποια λύση, να κλείνω τα μάτια μου σφιχτά. Δεν με νοιάζει να ονειρεύομαι, το σκοτάδι με νοιάζει.
«Δεν νυχτώνει καθόλου, ούτε καν σούρουπο όπως τώρα;» με ρωτάει τρυφερά.
«Όχι!» γίνομαι πάλι απότομος.
Ούτε δευτερόλεπτο δεν έχει σκοτάδι. Υπάρχει πάντα και παντού φως, ο ήλιος δεν δύει ποτέ. Κουρτίνες δεν υπάρχουν στα τετράγωνα ξύλινα καταλύματα. Και τα γυαλιά ηλίου δεν επιτρέπονται. «Είναι η τελευταία νύχτα, για πολύ πολύ καιρό» ακούω τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου και νιώθω να παραλύω πάλι. Τρέχω στο δωμάτιο και κλείνω απότομα την πόρτα. Θέλω να μείνω μόνος μου στο σκοτάδι, να απολαύσω αυτή την πλήρη έλλειψη φωτός, αυτή την ηρεμία που φέρνουν οι απουσίες εικόνων και μορφών. Να νιώσω σαν τυφλός.
«Θα σου φτιάξω ένα τσάι» σβήνει στα αυτιά μου η φωνή της Λούνα.
«Μάριε, σήκω!» Το δωμάτιο είναι πλημμυρισμένο στο φως. Σηκώνομαι έντρομος, κλείνω απότομα το φως. Πότε με πήρε ο ύπνος; Τι ώρα είναι;
«Κάλεσαν στο κινητό σου, θα είναι εδώ σε δέκα λεπτά. Προσπάθησα να σε αφήσω να κοιμηθείς όσο περισσότερο» μου λέει, δίνοντας μου ένα φλιτζάνι καφέ.
Εκεί θα έχει άραγε καφέ; Τίποτα από αυτά όμως δεν με νοιάζει. Το σκοτάδι, το σκοτάδι είναι το μόνο που σκέφτομαι συνεχώς. Το θυροτηλέφωνο ακούγεται σιγανά. Δεν με νοιάζει καν να βγάλω τις πυτζάμες μου. Δεν έχει καμία σημασία. Ακούω την εξώπορτα να ανοίγει.
«Είναι έτοιμος ο παραβάτης με το νούμερο 560359;» ακούγεται μια τσιριχτή αντρική φωνή.
«Μάριε! μην αργείς» μου φωνάζει η Λούνα.
«Ελπίζω να έχει ήδη τοποθετηθεί το μίκροτσιπ, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο» ακούγεται η τσιριχτή φωνή πάλι.
Δεν έχει καν ξημερώσει. Διαλέγουν το απόλυτο σκοτάδι. Σαδιστές. Δεν θέλω να σηκωθώ, τα πόδια μου αρνούνται. Ξύνω άθελα μου το σημείο πίσω από το γόνατο. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι για ένα ηλίθιο λάθος πριν είκοσι χρόνια, θα πρέπει τώρα να περάσω τόσους μήνες στο βορειότερο σημείο της γης. Στο Βρόντερινγκ, στα ξύλινα τετράγωνα κουτιά, που εκείνοι ονομάζουν καταλύματα, μια σύγχρονη «φωτεινή» φυλακή. Χωρισμένα σε τομείς, ανάλογα το φύλο, την ηλικία, την κατηγορία ποινής. Όλα «γραμμένα» μέσα στο ηλίθιο τσιπ. Ακόμα και τι δουλειά κάνεις και αν έχεις λείψει κάποια μέρα και τι βαθμούς είχες στο σχολείο και αν έχεις παιδιά και αν είχες άλλες παρελθοντικές ποινές και αν πίνεις καφέ ή τσάι. Όλα, τα πάντα. Κάθε ηλίθια πτυχή της ζωής σου.
Η διαδικασία γνωστή για όλους, είτε την έχουν βιώσει είτε κάποιος κοντινός τους , κανείς όμως δεν ξέρει πως πραγματικά είναι εκεί. Απαγορεύεται να αποκαλύψει ο «σωφρονισμένος» έστω και το παραμικρό από αυτή την παραμονή του εκεί. Υπάρχουν φήμες, αστικοί μύθοι, για ανθρώπους που στην πρώτη σχετική λέξη που ψέλλισαν, χάθηκαν για πάντα στα βόρεια αυτά «καταλύματα».
«Μην φοβάσαι» είπε η Λούνα.
«Φοβάμαι; Δεν φοβάμαι. Το σκοτάδι, δεν αντέχω το φως θέλω σκοτάδι θα τρελαθώ. Το ξέρεις» είπα, σχεδόν με μια ανάσα.
Με κράτησε από το χέρι. Δεν ήθελα καν να βγω από το δωμάτιο. Ποιος άλλωστε, εύκολα, αποχωρίζεται το σκοτάδι.
«Καλησπέρα κύριε Λούμπερτ. Να δω παρακαλώ το πόδι σας. Ωραία. Ευχαριστώ, μπορούμε να ξεκινήσουμε» τσίριξε μέσα στο αυτί μου σχεδόν. Ήταν ένας κοντός και γλοιώδης, φύλακας από μια από αυτές τις εταιρείες που έχουν αναλάβει τις μεταγωγές. Η Λούνα με πλησίασε, με αγκάλιασε σφιχτά.
«Σου έχω ράψει μερικά Hipnosedon στον πάτο του παπουτσιού σου, το δεξί, ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Δεν θα ναι η τελευταία σου…» ψιθύρισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου