Άφησε το παράθυρο ανοιχτό,
θα ‘ρθω μεσάνυχτα
μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα
κι ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι.
Έχω πολλά να εξομολογηθώ.
Το πρότυπο μου
το γάμησα
και πέθανε.
Μεταφορικά
και κυριολεκτικά
δίχως καμία σημασία,
αυτή ακριβώς είναι η Ιθάκη των ονείρων.
Ζω κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα
και την ανυπαρξία,
διαβάζω για χημείες και τέρατα
ανατινάζω τις σκεπές των προορισμών μου,
κάποια πρωινά πίνω καφέ
με την Αλίκη.
Γράφω δίχως να κρατώ ούτε μια πένα
γελώ αθόρυβα
και κλαίω γοερά
να με πείθω πως είμαι ήδη από καιρό πεθαμένη,
δεν φοβάμαι πια τίποτα!
Έχω μια φωτιά στα χέρια
στο στόμα
ανάμεσα στα πόδια
σ’ ολόκληρο μου το κορμί από πάνω μέχρι κάτω.
Καίγομαι και σιγοβράζω.
Φαντάστηκα μια πόλη που ο ήλιος θ’ ανατέλλει και θα δύει
με διαφορά τριών ωρών.
Μπορώ να ζήσω περισσότερο έτσι.
Ένας για έναν- τον ίδιο του τον εαυτό-
και όλοι για κανέναν.
Σχέσεις με ημερομηνία λήξης
που τυχαία σβήστηκε κατά την μεταφορά του προϊόντος.
Παίζεις Ρώσικη ρουλέτα κάθε μέρα
και περιμένεις
πότε θα σκάσει η πραγματικότητα στη μούρη σου.
Αν είσαι τυχερός, ίσως επιζήσεις.
Κατά την προσωπική μου εμπειρία ο θάνατος είναι υποκειμενικός.
Το κορμί ως ύλη δεν έχει καμία δύναμη,
καμία εξουσία επάνω μας.
Η απουσία του όμως ξυπνά θεούς και δαίμονες
διψασμένους για εκδίκηση.
Εσύ που δεν με ξέχασες ποτέ
-μην ρωτάς-
γονάτισε
σκύψε πάνω μου
χάρισε μου λίγη αθανασία.
Οι Ιθάκες γαμήθηκαν και πέθαναν,
τα όνειρα μου όμως ξεχειλίζουν από παντού
μ’ εκστασιάζουν όπως ποτέ
με ηδονίζουν σαν να έζησα εκατό ζωές
έξω από μένα.
Η άμμος ακουμπά αργά τα τοιχώματα της κλεψύδρας
και πέφτει κάνοντας κρότο,
στεγνώνω.
Τα όνειρα είναι περισσότερα από την ζωή μου.
Πλησιάζω στην έξοδο αργόσυρτα με τρόμο,
θα ελευθερωθώ;
Από την ύπαρξη μου ή από την ανυπαρξία;
θα ‘ρθω μεσάνυχτα
μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα
κι ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι.
Έχω πολλά να εξομολογηθώ.
Το πρότυπο μου
το γάμησα
και πέθανε.
Μεταφορικά
και κυριολεκτικά
δίχως καμία σημασία,
αυτή ακριβώς είναι η Ιθάκη των ονείρων.
Ζω κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα
και την ανυπαρξία,
διαβάζω για χημείες και τέρατα
ανατινάζω τις σκεπές των προορισμών μου,
κάποια πρωινά πίνω καφέ
με την Αλίκη.
Γράφω δίχως να κρατώ ούτε μια πένα
γελώ αθόρυβα
και κλαίω γοερά
να με πείθω πως είμαι ήδη από καιρό πεθαμένη,
δεν φοβάμαι πια τίποτα!
Έχω μια φωτιά στα χέρια
στο στόμα
ανάμεσα στα πόδια
σ’ ολόκληρο μου το κορμί από πάνω μέχρι κάτω.
Καίγομαι και σιγοβράζω.
Φαντάστηκα μια πόλη που ο ήλιος θ’ ανατέλλει και θα δύει
με διαφορά τριών ωρών.
Μπορώ να ζήσω περισσότερο έτσι.
Ένας για έναν- τον ίδιο του τον εαυτό-
και όλοι για κανέναν.
Σχέσεις με ημερομηνία λήξης
που τυχαία σβήστηκε κατά την μεταφορά του προϊόντος.
Παίζεις Ρώσικη ρουλέτα κάθε μέρα
και περιμένεις
πότε θα σκάσει η πραγματικότητα στη μούρη σου.
Αν είσαι τυχερός, ίσως επιζήσεις.
Κατά την προσωπική μου εμπειρία ο θάνατος είναι υποκειμενικός.
Το κορμί ως ύλη δεν έχει καμία δύναμη,
καμία εξουσία επάνω μας.
Η απουσία του όμως ξυπνά θεούς και δαίμονες
διψασμένους για εκδίκηση.
Εσύ που δεν με ξέχασες ποτέ
-μην ρωτάς-
γονάτισε
σκύψε πάνω μου
χάρισε μου λίγη αθανασία.
Οι Ιθάκες γαμήθηκαν και πέθαναν,
τα όνειρα μου όμως ξεχειλίζουν από παντού
μ’ εκστασιάζουν όπως ποτέ
με ηδονίζουν σαν να έζησα εκατό ζωές
έξω από μένα.
Η άμμος ακουμπά αργά τα τοιχώματα της κλεψύδρας
και πέφτει κάνοντας κρότο,
στεγνώνω.
Τα όνειρα είναι περισσότερα από την ζωή μου.
Πλησιάζω στην έξοδο αργόσυρτα με τρόμο,
θα ελευθερωθώ;
Από την ύπαρξη μου ή από την ανυπαρξία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου