βαθαίνουν.
Εκεί που έχει η ζωή χαράξει τα μονοπάτια της,
στις άκρες των ματιών, στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια.
Μ’ ερευνούσες με τα μάτια της νιότης, τ’αδηφάγα, τ’ αχόρταγα, τ ‘άπληστα.
Όταν οι ματιές μας αντάμωσαν, ένα χαμόγελο δειλό ζωγράφισε στο τζάμι
την απορία μου.
Στιγμές που νόμιζες πως δεν σε βλέπω,
ξέρω πως σκάλωνες παντού στο σώμα μου.
Αυτή η καρδιά που αρνείται να παραδοθεί
σε κορμί φθαρτό εγκλωβισμένη, δική μου είναι.
Πετάρισε κρυφογελώντας σαν πιτσιρίκα.
Κοκκίνησα ως την ψυχή. Θύμησες νιότης ορμητικής
ξεκούμπωσαν λίγο παραπάνω το πουκάμισό μου.
Βέβαιο το ‘χω πως τα μάτια μου ανέδειξαν το χρώμα τους.
Στο τέρμα της διαδρομής κατέβηκα βιαστικά.
Καθρεφτιζόμουν στις βιτρίνες των καταστημάτων,
όταν αποφάσισα να ξεκινήσω ν΄αγαπώ τα χρόνια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου