«Φταίω εγώ που με κοιτούν ή φταίνε εκείνοι;»
Έτρεξα δίπλα του, στερνή παρηγοριά
Με κοίταξε σαν να 'μουν η Σελήνη
Με διαπερνούσε ρίγος σκοτεινό
Ήμουνα στέγαστρο κι εκείνος μία πέτρα
Βροχή τον έσκιζε με θόρυβο στα δυο
Ο κρότος που έκανε αντήχησε στα δέντρα
Εκείνα άρχισαν να τρέμουν φωναχτά
Διαμαρτύρονταν θαρρείς για τους ανθρώπους
Ο νεαρός παρατηρούσε σιωπηλά
Τα δέντρα γίνανε ανθρώποι, αλλάξαν τρόπους
Της τελευταίας εικόνας ήχος ήταν η σιωπή
Του τελευταίου δέντρου ήχος, ένας κρότος
Ο νεαρός έβγαλε, τέλος, μια κραυγή
Να με σκοτώσει ήτανε ο μόνος τρόπος
Ο τρόπος ήταν για να γίνει και αυτός
Ίδιος με το πλήθος που τον έδειχνε
Δακτυλοδείχνει τώρα πια ο νεαρός
Εμένα και ό,τι απ' το κουφάρι μου απέμεινε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου