Κάτι έγραφα.
Κάτι ασυναρτησίες μάλλον. Πιθανότατα. Σίγουρα.
«Θα γίνω λογικός!», μου φώναξα.
Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.
Τα έκανα χίλια και δύο κομμάτια.
Ακριβώς τόσα. Τα πέταξα στον αέρα.
Θύμιζαν κομφετί.
Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Κάποιος δαίμονας άφηνε βαριές ψυχρές ανάσες στο λαιμό μου.
Μα τότε και ξαφνικά τα κομφετί πήραν φωτιά!
Χίλιες και δύο φλόγες (ακριβώς) έπλεαν στην ατμόσφαιρα σφάζοντας το κρύο με τη θαλπωρή τους.
Και το σκοτάδι που άπλωνε ο μάλλον δαίμονας με τη μαύρη καμπαρντίνα που αγκάλιαζε το χώρο, έκανε τις φλόγες να φαντάζουν αστέρια μα και τα αστέρια φλόγες στον ουρανό σου.
Το δωμάτιο μύριζε καμένη βροχή.
Τα χέρια μου ήταν γέματα σταγμένο μελάνι. Μήπως σκότωσα κάποιον; Οι λέξεις στο μυαλό μου πλάγιαζαν όλο και περισσότερο.
Μάλλον νύσταξαν. Σίγουρα κουράστηκαν. Εγώ όμως όχι.
Και κάπου τότε οι φωτιές ακούμπησαν στο πάτωμα ανάλαφρα σα χιόνι όπου και κάπου εκεί έσβησαν και γινήκανε μονάχα στάχτη. Ένα γκρίζο χαλί υποταγής. Κάτι μπήκε στο μάτι μου.
Κάποιος αναζητά ένα τέλος.
Γι’ αυτό ξεκίνησα να γράφω ξανά απ’ την αρχή.
Είπα, «αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά!». Στο υπόσχομαι!
Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.
Κάτι ασυναρτησίες μάλλον. Πιθανότατα. Σίγουρα.
«Θα γίνω λογικός!», μου φώναξα.
Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.
Τα έκανα χίλια και δύο κομμάτια.
Ακριβώς τόσα. Τα πέταξα στον αέρα.
Θύμιζαν κομφετί.
Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Κάποιος δαίμονας άφηνε βαριές ψυχρές ανάσες στο λαιμό μου.
Μα τότε και ξαφνικά τα κομφετί πήραν φωτιά!
Χίλιες και δύο φλόγες (ακριβώς) έπλεαν στην ατμόσφαιρα σφάζοντας το κρύο με τη θαλπωρή τους.
Και το σκοτάδι που άπλωνε ο μάλλον δαίμονας με τη μαύρη καμπαρντίνα που αγκάλιαζε το χώρο, έκανε τις φλόγες να φαντάζουν αστέρια μα και τα αστέρια φλόγες στον ουρανό σου.
Το δωμάτιο μύριζε καμένη βροχή.
Τα χέρια μου ήταν γέματα σταγμένο μελάνι. Μήπως σκότωσα κάποιον; Οι λέξεις στο μυαλό μου πλάγιαζαν όλο και περισσότερο.
Μάλλον νύσταξαν. Σίγουρα κουράστηκαν. Εγώ όμως όχι.
Και κάπου τότε οι φωτιές ακούμπησαν στο πάτωμα ανάλαφρα σα χιόνι όπου και κάπου εκεί έσβησαν και γινήκανε μονάχα στάχτη. Ένα γκρίζο χαλί υποταγής. Κάτι μπήκε στο μάτι μου.
Κάποιος αναζητά ένα τέλος.
Γι’ αυτό ξεκίνησα να γράφω ξανά απ’ την αρχή.
Είπα, «αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά!». Στο υπόσχομαι!
Έτσι λοιπόν, έπιασα και έσκισα με μανία τα μουτζουρωμένα γεμάτα με ακατανόητα λόγια χαρτιά μου που ίσως κάτι είχαν να πουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου