κοντά στη Ρανκάγουα το φθινόπωρο.
Οι οξιές όλες είχαν
χρώμα και τρέμουλο καμπάνας:
έκανε κρύο κι ολοστρόγγυλος
έστεκε ο ουρανός πάνω στη θλίψη.
Στην καντίνα μπήκε ένας μεθυσμένος
που τρίκλιζε κάτω από τα σταφύλια
που γέμιζαν το καπέλο του
και του βγαίναν απ’ τα μάτια.
Είχε λάσπες στα παπούτσια,
είχε πατήσει το άγαλμα
του φθινοπώρου και του είχε λειώσει
όλα τα κίτρινά του χέρια.
Εγώ ποτέ δεν ξαναγύρισα στις πεδιάδες.
Αλλά μόλις σημάνουνε
ανώμαλες και ατιμασμένες ώρες,
μόλις της καρδιάς της πέσουνε
τα κουμπιά και το χαμόγελο,
όταν πάψουν να ‘ναι γαλάζια
τα αριθμητικά της λήθης,
η κιθάρα εκείνη με φωνάζει,
κι έχει περάσει πια τόσος καιρός
που μπορεί και τίποτα να μην υπάρχει,
ούτε η πεδιάδα ούτε και το φθινόπωρο,
και γω θα ‘φτανα ξάφνου,
σαν φάντασμα μες στο κενό
με το καπέλο γεμάτο σταφύλια,
ρωτώντας για την κιθάρα,
κι επειδή εκεί δε θα ‘ταν κανείς,
κανείς δε θα καταλάβαινε τίποτα
και γω θα γύριζα να κλείσω
εκείνη την πόρτα που δεν υπάρχει.
Επιμέλεια στήλης : Εύη Μουρέλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου