Όλες οι κινήσεις μου: να ανάψω το φως, να πλυθώ και να νιφτώ, να ντυθώ και να φάω και να φανώ λειτουργικός και δημιουργικός στον κόσμο τον καθημερνό, όλα τελοσπάντων, είναι άλλοθι. Κι έτσι δε φταίω για όσα δεν κάναμε μαζί, φταίω για όσα έκανα. Μακάριος απολαμβάνω την ήρεμη και ηθική ελευθερία μου, αντί να ευθύνομαι για αυτό που θα σου προκαλούσα. Δε σμίγουν οι άνθρωποι, αν το δεις βαθειά στα απόκρυφα και στα κλεισμένα, έχουμε λίγα χρόνια ζωής, απ την ανυπαρξία ήρθαμε εδώ κι ύστερα πάλι ανυπαρξία. Σκληρό υλικό το δέρμα. Δε σμίγουμε, η ίδια η γη θα σβήσει στο διάστημα, για ποια επιθυμία μου μιλάς. Θέλω να κλάψω για όλο αυτό το μάταιο, να με πάρεις αγκαλιά και να με παρηγορήσεις. Δε θα σμίξουμε, ο αέρας θα παίρνει λίγο χώμα μου και θα το πάει αλλού. Θέλω να κλάψω: η θάλασσα είναι ένα πρόθυμο δάκρυ. Ή μια ανέκφραστη θλίψη που λιμνάζει στους ωκεανούς έτοιμη να δακρυστεί. Δε σμίξαμε, τι βάρος κι αυτό. Να πέσεις μέσα μου κι η άνωση να σε σώσει. Να πέσω εντός σου κι η έλλειψη βαρύτητας να μη με αφήνει να διαγράψω ίχνη. Πώς θα με βρεις; Βρες με. Βρες. Τι το σμίξιμο; Ντάξει πες πως έγινε. Ωραία πες πως υπήρξαμε. Κι όταν χαθούμε κι όλα χαθούν; Όλα τόσο μάταια; Μη. Μη με αγκαλιάσεις. Με αγκάλιασες. Έγινε ύλη η υπόνοια. Εσύ, να 'σαι: σε πιάνω. Εσένα που αγαπώ, πέρα από εικόνα έγινες κι εκών. Άκου. Μη. Όχι. Βλακείες. Ίσως. Ίσως να μην αρκούμε. Τίποτε να μη φτάνει. Κι ίσως γι' αυτό τίποτε δεν ξεχειλίζει κι όλα καλά και στη θέση τους. Βρες με. Ψύλλος στ' άχυρα. Καρφίτσα στο δάσος. Μέλι στον ωκεανό. Μη αρκετός.
Κύριο Μένου
▼
Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017
15 Οκτώβρη του 17' | Σταμάτης Παρασκευάς
Όλες οι κινήσεις μου: να ανάψω το φως, να πλυθώ και να νιφτώ, να ντυθώ και να φάω και να φανώ λειτουργικός και δημιουργικός στον κόσμο τον καθημερνό, όλα τελοσπάντων, είναι άλλοθι. Κι έτσι δε φταίω για όσα δεν κάναμε μαζί, φταίω για όσα έκανα. Μακάριος απολαμβάνω την ήρεμη και ηθική ελευθερία μου, αντί να ευθύνομαι για αυτό που θα σου προκαλούσα. Δε σμίγουν οι άνθρωποι, αν το δεις βαθειά στα απόκρυφα και στα κλεισμένα, έχουμε λίγα χρόνια ζωής, απ την ανυπαρξία ήρθαμε εδώ κι ύστερα πάλι ανυπαρξία. Σκληρό υλικό το δέρμα. Δε σμίγουμε, η ίδια η γη θα σβήσει στο διάστημα, για ποια επιθυμία μου μιλάς. Θέλω να κλάψω για όλο αυτό το μάταιο, να με πάρεις αγκαλιά και να με παρηγορήσεις. Δε θα σμίξουμε, ο αέρας θα παίρνει λίγο χώμα μου και θα το πάει αλλού. Θέλω να κλάψω: η θάλασσα είναι ένα πρόθυμο δάκρυ. Ή μια ανέκφραστη θλίψη που λιμνάζει στους ωκεανούς έτοιμη να δακρυστεί. Δε σμίξαμε, τι βάρος κι αυτό. Να πέσεις μέσα μου κι η άνωση να σε σώσει. Να πέσω εντός σου κι η έλλειψη βαρύτητας να μη με αφήνει να διαγράψω ίχνη. Πώς θα με βρεις; Βρες με. Βρες. Τι το σμίξιμο; Ντάξει πες πως έγινε. Ωραία πες πως υπήρξαμε. Κι όταν χαθούμε κι όλα χαθούν; Όλα τόσο μάταια; Μη. Μη με αγκαλιάσεις. Με αγκάλιασες. Έγινε ύλη η υπόνοια. Εσύ, να 'σαι: σε πιάνω. Εσένα που αγαπώ, πέρα από εικόνα έγινες κι εκών. Άκου. Μη. Όχι. Βλακείες. Ίσως. Ίσως να μην αρκούμε. Τίποτε να μη φτάνει. Κι ίσως γι' αυτό τίποτε δεν ξεχειλίζει κι όλα καλά και στη θέση τους. Βρες με. Ψύλλος στ' άχυρα. Καρφίτσα στο δάσος. Μέλι στον ωκεανό. Μη αρκετός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου