Δεν υπήρχε κανείς σ’ εκείνο το σπίτι.
Εγώ ήμουν προσκαλεσμένος. Και μπήκα,
Με είχε προσκαλέσει κάποια φήμη,
κάποιος προσκυνητής χωρίς παρουσία,
και το σαλόνι ήταν άδειο,
και με κοίταζαν με οίκτο
οι τρύπες του χαλιού.
Ήταν το φθινόπωρο των βιβλίων
που πετούσαν φύλλο φύλλο.
Στη λυπημένη κουζίνα
γυροφέρνανε πράματα σταχτιά,
κιτρινισμένα παλιά χαρτιά,
φτερά νεκρών κρεμμυδιών.
Κάποια καρέκλα μ΄ακολούθησε
σαν δύστυχο κουτσό άλογο
που δεν έχει πια ούτε χαίτη ούτε ουρά,
με τρία μοναδικά θλιβερά ποδάρια,
και στο τραπέζι έκλινα το κεφάλι
γιατί εκεί είχε ζήσει η χαρά,
το ψωμί, το κρασί, το στιφάδο,
οι συζητήσεις μ’ επίσημο ένδυμα,
με αδιάφορα επαγγέλματα,
με ευγενικούς γάμους:
μα ήταν βουβό το τραπέζι,
σαν να μην είχε γλώσσα.
όταν έσπασαν τη σιωπή.
Εξόκειλαν εκεί, μαζί
με τις δυστυχίες και τα όνειρά τους,
γιατί μπορεί εκείνοι που κοιμούνταν
να είχαν απομείνει εκεί ξύπνιοι:
από κει θα μπήκαν στον Άδη
και ξεστρώθηκαν τα κρεβάτια
και πεθάναν τα υπνοδωμάτια
σαν ναυάγιο καραβιού.
Κάθισα στο περιβόλι που μούσκευε
από τα χοντρά λούκια του χειμώνα,
και μου φαινόταν αδύνατο
πως κάτω απ’ την θλίψη
και τη μουχλιασμένη μοναξιά
θα δούλευαν ακόμα οι ρίζες
χωρίς να τους δίνει κουράγιο κανείς.
και αποκόμματα βρόμικου γύψου
θα έσκαγε ένα λουλούδι:
δεν παραιτείται –επειδή μπορεί να γελάνε
με το πάθος της- η άνοιξη.
και τιναγμένα απ’ τον άνεμο
χρεμετίσανε κάποια παράθυρα
σαν να ‘θελαν να φύγουν
σε άλλη δημοκρατία,
που το φως και οι κουρτίνες
να ‘χουν το χρώμα της μπίρας.
Έσφιξα λοιπόν και γω τα παπούτσια μου
γιατί αν αποκοιμιόμουνα
και με σκέπαζαν τέτοια πράγματα,
δε θα ήξερα τι να μην κάνω
και το ‘σκασα σαν κλέφτης
που είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει.
για τούτη την επίσκεψη που δεν έκανα:
ούτε το σπίτι αυτό υπάρχει,
Είναι μελαγχολίες του χειμώνα.
Πάβλο Νερούδα – Εστραβαγάριο
Συλλογή βραβεία Νόμπελ
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου