Κύριο Μένου

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Το ρολόι | Κατερίνα Τσίτση


Κούρδιζε το ρολόι του χωρίς την αίσθηση του χρόνου που είχε περάσει, κάνοντας την ίδια, επαναλαμβανόμενη, μπρος πίσω κίνηση, σφίγγοντας ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη τον άξονα κουρδίσματος. Έμοιαζε σα να κάνει μαλάξεις πάνω στην καρδιά ενός ανθρώπου από αυτούς τους λιγοστούς που πασχίζουν να μπουν σε κείνη τη βάρκα για την αντίπερα όχθη, όμως η τσέπη, αυτή η μοναδική τσέπη, στο φθαρμένο σακάκι τους που ίσως να τους άρεσε να ζεσταίνουν τα χέρια, πότε το αριστερό πότε το δεξί, εναλλάξ, ήταν άδεια από το χαρώνειο νόμισμα. Σταμάτησε τρομαγμένος λες και ξυπνούσε από εφιάλτη και η αναπνοή του δεν τον υπάκουε. Προσπάθησε να ηρεμήσει  ͘ κοιτούσε το ρολόι επίμονα, μα στοργικά, ενώ του έλεγε: - ‘Δεν είναι τίποτα. Να, ξεχάστηκα. Δεν θα σου έκανα κακό, το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;’
Τα λόγια αυτά του φάνηκαν σαν να τα βροντοφώναξε κι η ηχώ τους αιχμηρή σαν πρωτόβγαλτο βέλος από φαρέτρα βρήκε το δρόμο για την καρδιά και καρφώθηκε με κρότο κάνοντας το σώμα του να σπαρταρά από τον πόνο, όμως στην πραγματικότητα δεν είχε βγάλει μήτε λέξη, μήτε φθόγγο. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα του, άφησε το ρολόι νωχελικά να γλιστρήσει από την παλάμη πάνω στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου και βάλθηκε να το χαζεύει θαρρείς κι ήθελε να αφουγκραστεί το άηχο πάλεμα του μηχανισμού που έδινε στον [α] χρόνο μορφή. Ήταν ένα ρολόι χειρός Baume & Mercier με δύο χρονογράφους που έμοιαζαν με δίδυμα πρόσωπα, χαμογελαστά. Το καντράν είχε ένα επιφανειακό ράγισμα, μια τέλεια ευθεία που ξεκινούσε από το δώδεκα και κατέληγε στον ακριβώς απέναντι αριθμό, στο έξι, λες και συμφιλίωνε ό,τι είχε καταδικαστεί σε αδιάκοπη έχθρα, μα καταργούσε συνάμα αυτό που είχε ονομαστεί αέναη κυκλική πορεία των δεικτών. Όποτε την αντίκριζε αυτή την τριχοειδή γραμμή πάνω στο σώμα του άναρχου, έγκλειστου, χρόνου την κοιτούσε για κάμποσα λεπτά γνέφοντας καταφατικά στην ιδέα που φώλιαζε εκεί κάπου ανάμεσα στους νευρώνες του  ͘ το ράγισμα αυτό είναι ρωγμή, είναι η μυστικιστική ισομερής μοιρασιά της ενδελεχούς στιγμής που αναβαπτίστηκε χρόνος, είναι συν αυτόν κι έξω από αυτόν, δεν είναι τίποτα παρά το τέλος της αρχής του. Οι σκέψεις αυτές μάταια προσπαθούσαν κάθε φορά να μετατραπούν σε λέξεις εύηχες, να ακολουθήσουν το ρου του αντικατοπτρισμού – [σκέψη – συμπύκνωση φθόγγων – άρθρωση λόγου] – έμεναν πάντοτε κάπου ανάμεσα στο αριστερό ημισφαίριο και τη γλώσσα, σα να κολλούσαν στους αισθητήρες, δίνοντας σήμα τότε στους σιελογόνους αδένες να πιάσουν δουλειά σπρώχνοντάς τες στο κενό.

............................................................................................................

Αφανισμός!
Τι απογίνεται ο χρόνος, έτσι βίαια κυνηγημένος από τους δείκτες;!     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου