Κύριο Μένου

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Να γιατί πηγαίνω σινεμά | Μαρία Παλιαρούτη


    Ομολογώ ότι παλιότερα δεν έβλεπα τόσες πολλές ταινίες και μάλιστα μου αρκούσε να παρακολουθήσω τυχαία κάποια που παιζόταν στην τηλεόραση ή να πάω σε κάποιο φιλικό σπίτι και να δούμε κάτι σε DVD. Τον τελευταίο καιρό λόγω διάφορων συγκυριών η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει και σινεμά πηγαίνω όλο και συχνότερα, ενώ πλέον έχει γίνει ένας από τους αγαπημένους μου τρόπους διασκέδασης, αφού σίγουρα θα το επιλέξω ανάμεσα σε έναν καφέ ή ένα ποτό σε κάποιο μαγαζί. Θα μπορούσα σίγουρα να αναφέρω περισσότερους λόγους που πλέον το αγαπώ, αλλά θα αρκεστώ στους παρακάτω.
    Γιατί ταυτίζομαι. Είναι σίγουρα πολλές οι φορές που πιάνουμε τον εαυτό μας να ταυτίζεται με ήρωες ενός κινηματογραφικού έργου. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, η τέχνη μιμείται τη ζωή…(Ενίοτε, βέβαια, συμβαίνει και το αντίθετο) Εμπειρίες που μοιάζει να έχουμε περάσει και εμείς, καταστάσεις στις οποίες έχουμε βρεθεί αλλά και συμπεριφορές τις οποίες έχουμε συναντήσει, θα έλεγε κανείς ότι λειτουργούν λυτρωτικά προς τον εαυτό μας,  κυρίως όταν καταλαβαίνουμε ότι κάποιο λάθος δεν σημαίνει ότι ήρθε το τέλος του κόσμου. Και με την έννοια λάθος, περικλείω μία λανθασμένη συμπεριφορά, μια λέξη που είπαμε ενώ δεν έπρεπε, έναν χειρισμό που δεν είχε την αναμενόμενη κατάληξη …παρακολουθώντας, θα έλεγε κανείς μπροστά στα μάτια του, άλλους ανθρώπους, έξω από αυτόν, έξω από τον περίγυρό του, να κάνουν τα ίδια λάθη, να μη φέρονται έτσι όπως «πρέπει», και μετά να μετανιώνουν, να θέλουν να διορθώσουν ό,τι ενδεχομένως χάλασαν, σίγουρα αντιλαμβάνεται πόσα κοινά έχουμε στην τελική οι άνθρωποι μεταξύ μας, φυσικά ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα ήθελα να επικεντρωθώ μόνο στα σφάλματα, η ίδια αίσθηση απομυζάται και όταν παρακολουθείς μια παρέα να γελάει σε κάποια κωμωδία, δύο ερωτευμένους να φιλιούνται σε κάποια ρομαντική κομεντί ή μια μαμά να μαγειρεύει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, δεν μιλάμε τόσο για λύτρωση, όσο για μία ταύτιση που οδηγεί στην αναπόληση στιγμών που έχουμε ζήσει και σε συναισθήματα όμορφα, νοσταλγίας, χαράς και ενίοτε στην αναζωπύρωση συναισθημάτων που νομίζαμε ότι είχαν πλέον εξαφανιστεί. Άλλωστε δύο είναι τα κυρίαρχα αφηγηματικά μοτίβα του σινεμά. Είτε απλοί άνθρωποι σε ασυνήθιστες καταστάσεις, είτε ιδιαίτεροι άνθρωποι σε συνηθισμένες καταστάσεις. Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε πως ο χαρακτήρας μας έχει κάτι το ιδιαίτερο, το ασυνήθιστο, έστω κι αν τόσοι και τόσοι έζησαν παλεύοντας μάταια να το φέρουν στην επιφάνεια. Από την άλλη, όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε ασυνήθιστες, έντονες αλλά και ταραχώδεις καταστάσεις που θα μας συνταράξουν, ακόμη και αν τόσοι και τόσοι συμβιβάστηκαν στη σιγουριά και τη νηνεμία μιας ήρεμης ζωής. Το σινεμά προσομοιώνει όλα αυτά τα βιώματα που δεν ήταν ποτέ δικά μας σε δύο ώρες, μέσα στην ασφάλεια και την άνεση μιας μικρής, κλιματιζόμενης αίθουσας.



    Γιατί δεν ταυτίζομαι. Θυμάμαι, στο γυμνάσιο πρέπει να ήταν, όταν είχα αρχίσει να διαβάζω ποιήματα, είχα πέσει τυχαία πάνω σε ένα ποίημα του Καββαδία. Θυμάμαι μου άρεσε πάρα πολύ και όπως ήταν επόμενο, ήρθα γενικότερα κοντά με την ποίησή του και κατέληξε να είναι ο δεύτερος αγαπημένος μου ποιητής, μετά τον Καρυωτάκη. Εδώ και χρόνια μου άρεσε, λοιπόν, χωρίς όμως να έχω καταλάβει ακριβώς το λόγο που η ποίησή του με συνέπαιρνε τόσο πολύ, ενώ σαν παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε πόλη, δεν έχω ιδιαίτερες επαφές με τη θάλασσα ή τη ζωή των ναυτικών και γενικότερα με τη θεματολογία που επιλέγει  ο εν λόγω ποιητής. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι όταν είχε έρθει κάποια στιγμή να διδαχθούμε στη λογοτεχνία ένα ποίημά του, αν δεν απατώμαι ήταν το «Πούσι», ( δεν θα πίστευα ποτέ ότι δύο φράσεις θα μπορούσαν ποτέ να γεννήσουν τόσα συναισθήματα: «Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη. Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες·…») είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε 20 και βάλε άτομα πάνω σε ένα τόσο όμορφο ποίημα, η καθηγήτριά μου είχε παρατηρήσει: « Καλά, πώς γίνεται να σου αρέσει τόσο πολύ ο Καββαδίας; Τι σχέση έχεις εσύ με τη θάλασσα;» Είχα  αρκεστεί σε ένα ξερό « Ναι, έχετε δίκιο, δεν ξέρω…» Έπρεπε ίσως να περάσουν ορισμένα χρόνια για να βρεθεί κάποιος και να μου πει ότι την τέχνη δεν την εκτιμάς μόνο όταν ταυτίζεσαι μαζί της, αλλά συχνά και όταν παρουσιάζει κάτι εντελώς ξένο από εσένα. Και για να επανέλθω στον κινηματογράφο, γιατί ξέφυγα αρκετά, μία ταινία στην οποία παρακολουθείς καταστάσεις που δεν έχεις ζήσει ποτέ, νιώθεις εξτασιασμένος μπροστά στο άγνωστο, στο ξένο, σε κάτι που δεν έχεις γνωρίσει και ίσως δεν θα γνωρίσεις ποτέ. Το πιο συχνό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εξιδανικεύσεις κάτι το οποίο δεν πρόκειται να γνωρίσεις ποτέ, και παρόλο που πολλές φορές η εξιδανίκευση θεωρείται κατακριτέα, επιτρέψτε μου να πω ότι καμιά φορά δεν κάνει τόσο κακό να εξιδανικεύεις καταστάσεις (και άτομα ενίοτε), πόσο μάλλον όταν οι πιθανότητες να γίνεις κοινωνός είναι ελάχιστες.
    Γιατί μιλάω.Πιστεύω ότι για πάντα το αγαπημένο μου στη διαδικασία του να πας στον κινηματογράφο και να δεις μια ταινία θα είναι η συζήτηση που ακολουθεί αμέσως μετά. Θεωρώ εκπληκτικό το γεγονός ότι μπορείς να διαβάσεις κριτικές από πολλούς και διάφορους ανθρώπους, κριτικούς και μη, να γνωρίσεις διαφορετικές απόψεις, να κατανοήσεις κάποιο σημείο της ταινίας που ενδεχομένως εκείνη την ώρα να μην πρόσεξες, να λάβεις μηνύματα που δεν μπόρεσες να αποκωδικοποιήσεις ή να γνωρίσεις διαφορετικές οπτικές και αναλύσεις. Ακόμα καλύτερη δε, η συζήτηση με ανθρώπους που επισκέπτεστε κινηματογράφους μαζί, σίγουρα πιο άμεσοι και διάλογοι φυσικοί ( ομολογώ ότι  συχνά τυχαίνει να καταλάβω το νόημα κάποιας ταινίας μετά από διάλογο με άτομα που πάω μαζί τους σινεμά, είτε επειδή όντως δεν κατάφερα να λάβω κάποιο έμμεσο μήνυμα ή κάποια αλληγορία, είτε επειδή  αφαιρέθηκα για λίγο ακούσια…ενίοτε και εκούσια) , διάλογοι που το ξέρω από πριν ότι θα ακολουθήσουν, διάλογοι που καμιά φορά χάνουν την υπόστασή τους και μετατρέπονται σε μονολόγους ( πολύ όμορφο να είναι κάποιος πρόθυμος να σου εξηγήσει κάτι που δεν έχεις καταλάβει ή δεν έδωσες την απαιτούμενη προσοχή ώστε να το καταλάβεις...)
    Γιατί δεν μιλάω.Μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα νιώθεις ελευθερία. Ελευθερία σαφώς περισσότερη από ότι θα ένιωθες σε κάποιο θέατρο η σε κάποια γκαλερί.   Θα έλεγε κανείς ότι ο μόνος περιορισμός που υπάρχει είναι ότι δεν έχεις την άνεση να μιλάς, και κυρίως να μιλάς δυνατά, εκτός και αν είσαι προετοιμασμένος να ακούς τα επαναλαμβανόμενα «Σςςς» από δύο σειρές μπροστά ή πίσω ( πάντα σκέφτομαι ότι αυτές οι διαμαρτυρίες μεταμφιεσμένες σε μακρόσυρτους ήχους στην πραγματικότητα δημιουργούν περισσότερο θόρυβο αλλά και περισσότερη  αναστάτωση από τη φωνή που ενοχλούσε αρχικά, αφού όλοι θα γυρίσουν να κοιτάξουν από πού προέρχεται το «Σσςς» κλπ) ή ακόμα χειρότερο να υποστείς τον εκνευρισμό « Ε μα κάν’τε λίγη ησυχία, για όνομα του Θεού!» Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, ίσως είναι καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς, εξάλλου η μυρωδιά από τα φρεσκοψημένα ποπ-κορν σε πιάνει από τα μούτρα με το που μπαίνεις στην αίθουσα, οπότε δύσκολο να αποφύγεις το πρώτο. Είναι ωραίο όσο διαρκεί η ταινία να σωπαίνεις για λίγο, όλη τη μέρα μιλάμε και αναλύουμε και διαφωνούμε και συμφωνούμε, αλλά όταν ξεκινάει κάποια ταινία είναι η ώρα να πάψουν όλα αυτά και να αφεθεί κανείς σε αυτό που βλέπει μπροστά του, να ακούσει και να δει, παρά να μιλήσει ο ίδιος. Δεν είναι τυχαίο που συχνά νιώθουμε μια ηρεμία όταν τελειώνει κάτι που μόλις παρακολουθήσαμε, ασχέτως του είδους, (κάλλιστα κάποιος θα μπορούσε να σχολιάσει εδώ ότι κάτι τέτοιο ίσως δεν συμβαίνει με τα θρίλερ, αλλά μη έχοντας δει κανένα ολόκληρο, αδυνατώ να εκφέρω άποψη) αφού ηρεμεί τόσο το μυαλό όσο και η ψυχή μας. 
    Γιατί (δεν) μαθαίνω.Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλες οι ταινίες έχουν να σου δώσουν κάτι. Λίγο ή πολύ, απαραίτητο η όχι, χρήσιμο ή μη, έχουν κάτι να σου δώσουν. Αρκεί να είσαι πρόθυμος να το δεχθείς. Είτε μιλάμε για καθαρή γνώση, είτε για κάποια φευγαλέα πληροφορία, για ένα συναίσθημα αρνητικό η θετικό. Και όταν λέω όλες, εννοώ όλες. Όχι μόνο όσες θεωρούνται αριστουργήματα ή οι κοινωνικές , που σε καμία περίπτωση δεν θέλω να μειώσω τη σημαντικότητά τους, αφού μάλιστα οι κοινωνικές αποτελούν το αγαπημένο μου είδος, αλλά ακόμα και όσες θεωρούνται «σκουπίδια» από κριτικούς και μη. Από κάθε ταινία που έχει δει κάποιος λαμβάνει πράγματα, είτε είναι στιγμές απλής χαλάρωσης και γέλιου, είτε κάποιο δίδαγμα που του αλλάζει τη μετέπειτα ζωή. Ακόμη και όταν κάποια ταινία δεν μας αρέσει καθόλου, μας βοηθά να εκτιμήσουμε την αξία κάποιων άλλων.

Για την αγκαλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου