Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα.
Κι εκείνο το σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο,
που διαβάζεις ακόμη στην ειρήνη τον κόλπου των νερών έχει ο Θεός.
Θυμάμαι ήταν Άπρίλης όταν ένιωθα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου.
Θυμάμαι ήταν Άπρίλης όταν ένιωθα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου.
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλὸ κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη.
Γιόρταζαν οι αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μία βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μία βαθιά νυχιά στὸ δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά ο χρόνος.
Σ᾿ άφησα τότες
Σ᾿ άφησα τότες
Και μία βουερή πνοή σήκωσε τ᾿ άσπρα σπίτια
Τ᾿ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανὸ που φώτιζε μ᾿ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα ῾χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θά ῾χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκεῖνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο έρωτας
Κι εκείνο τὸ κοχύλι σου όπου θ᾿ αντηχεί το Αιγαίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου