Ένα τεράστιο αεροπλάνο, με πορτοκαλί ρίγες σε γαλάζιο φόντο και πορτοκαλί φτερά που κουνιούνταν σα φτερά πτηνού, με πλησίαζε και όσο πλησίαζε έφτανε να πάρει το μέγεθος και τη μορφή ενός κουνουπιού και γλίστρησε μέσα στο δεξί μου αυτί, διέσχισε όλο το κενό -κατά τα φαινόμενα- κεφάλι μου και βγήκε από το αριστερό ρουθούνι μου.
Εκείνη την ώρα ξύπνησα, καθώς ήμουν ξαπλωμένος στα πλάγια αριστερά και ακουγόταν συριστικά το ξυπνητήρι στο δεξί μου αυτί, ενώ το ένα μου ρουθούνι ήταν πλήρως βουλωμένο να περάσει αέρας, κάτι που μέσα στη χρονική διάρκεια να ξυπνήσω μου δημιούργησε ένα τεράστιο άγχος ότι δε θα κατάφερνα να αναπνεύσω.
Ενώ ξυπνούσε και κατάφερε να ανοίξει και τα μάτια του, το άγχος συνέχισε να κυριαρχεί σαν πλάκωμα στο στήθος. Μήπως ήταν η γάτα που κοιμόταν πάνω στο στήθος του; Αλλά δεν είχε γάτα. Σιγά σιγά ήρθε και μια έντονη γεύση τρένου στο στόμα του, καρβουνιάρη για την ακρίβεια, σαν να είχαν περάσει όλο το βράδυ από το τούνελ του καμιά δεκαριά τρένα υπεραστικά, ταχείες, πάντως όλα με αρκετή δόση καπνού και ταχύτητας, θορύβου -και να κι ο πονοκέφαλος πώς εξηγείται, που κάπως άρχισε να τον νιώθει. Πόσα τσιγάρα να είχε κάνει άραγε; Και πόνος σ' όλο το κορμί. Τι στο καλό; Πάλεψε την προηγούμενη μέρα; Ή μάλλον πάλευε στον ύπνο του; Την προηγούμενη μέρα;! Αυτό ήταν! Η προηγούμενη μέρα.
Η μνήμη ξετυλίγεται σαν το μίτο της Αριάδνης. Κι η αλήθεια είναι πως ο Θησέας, στο τέλος του νήματος μπορεί να μη βρήκε την Αριάδνη, αλλά στην ανάγκη να βγει από εκεί, όπως και να το κάνεις ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε αρκούσε για να είναι ανακουφιστική η άκρη και η έξοδος-διέξοδος (τελοσπάντων δεν κατάφερνε να σκεφτεί ποια από τις δυο λέξεις ταίριαζε περισσότερο).
Γύρισε το κεφάλι δεξιά προς το κομοδίνο. Πόσο κλασική εικόνα ένα γεμάτο τασάκι σε ταινίες και βιβλία, όταν κάποιος έχει καταστραφεί την προηγούμενη νύχτα. Δηλαδή, ήμαρτον, καθόλου λογοκρισία, μα και τόσο έντονη έλλειψη έμπνευσης; Δηλαδή, μόνο τσιγάρα και αλκοόλ και πονοκέφαλος; Αλλά ήταν και το όνειρο. Κι έκανε να κλείσει το ξυπνητήρι, που ακόμη χτυπούσε. Λες απ' αυτό να 'ταν ο πονοκέφαλος; Περίμενε σχεδόν μη ανασαίνοντας για λίγα δεύτερα, αλλά μια γερή σουβλιά στο μηνίγγι του έδωσε την απάντηση. Τελικά, ναι, ερωταπαντάμε μόνοι μας!
Σηκώθηκε με βαρύ βήμα και ακόμη βαρύτερο σώμα -το βήμα έκανε βαρύ το σώμα ή τ' αντίστροφο;- και πήγε προς την κουζίνα, η οποία με το μικρό δωμάτιο συνδεόταν με μια πόρτα. Γενικά, όλο το σπίτι ήταν μια όμορφη σαν ποντικότρυπα: έμπαινες από την είσοδο που την έκλεινε μια ξύλινη εξώπορτα και έμπαινες σε ένα πολύ μικρό χωλ με την κρεμάστρα στα δεξιά και αριστερά μια παπουτσοθήκη, πάνω στην οποία έχασκαν δύο κάκτοι κι οι τοίχοι είχαν μιαν απαλή γαλάζια απόχρωση παστέλ απ' αυτή του ουρανού λίγο πριν έρθει το προ-μεσημβρινό πρωινό, το πολύ νωρίς του ουρανού, αλλά αρκετά μετά το ξημέρωμα, λίγο πριν αρχίσει μια βασανιστική ζέστη. Μπροστά σου ακριβώς ανοιγόταν μια πόρτα λίγο πιο μεγάλη σε πλάτος από την εξώπορτα, χωρίς πόρτα, η οποία οδηγούσε σε ένα δωμάτιο λευκό με ένα μεγάλο παράθυρο φάτσα φόρα (βλ. Διαμπερές), ένα μεγάλο λευκό δωμάτιο με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι στα αριστερά με δυο κομοδίνα σα χέρια δεξιά κι αριστερά με διάφορα αξεσουάρ και μικρότερα έπιπλα και μια ντουλάπα κλειστή ακριβώς δίπλα στην μεσόπορτα κι απ' τα δεξιά ένας μεγάλος λευκός τοίχος με μια πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα, με πίνακες δεξιά της, αριστερά της, πάνω της, καθρέφτες μικρούς και ακόμη πιο μικρούς -ήταν και δυο τρία καθρεφτάκια χειρός καρφωμένα στον τοίχο αυτό- και δεξιά η κουζίνα με τα απολύτως απαραίτητα: καφέ, τζιν, μπύρες και γλυκά. Αστειευόταν, όταν προλόγιζε την σύσταση της κουζίνας του με έναν νέο επισκέπτη. Όπως έμπαινες στην κουζίνα, στα δεξιά ήταν ένα μικρό διαδρομάκι που στ' αριστερά του ξανοιγόταν ένα μπάνιο και δεξιά μια πόρτα που οδηγούσε στο αρχικό χωλ της εξώπορτας. Όλο το σπίτι ήταν περίπου ένας κύκλος γύρω από μια νοητή κεντρική κολώνα.
Η κουζίνα ήταν ένας χώρος κι εκείνος αρκετά ανοιχτόχρωμος, θα μπορούσες να πεις στα χρώματα ενός απαλού κίτρινου παστέλ, με λίγα ντουλάπια, χωρίς φούρνο -αν μαγείρευε, όταν μαγείρευε γίνονταν όλα βραστά σε ένα μεγάλο γκάζι που είχε ή έψηνε σε μια ψησταριά μικρή που είχε στο μπαλκονάκι που κρεμόταν έξω από μια μπαλκονόπορτα στα αριστερά της κουζίνας έτσι όπως έμπαινες μέσα της. Μπροστά σα γραφείο ήταν όλα τακτοποιημένα να πιάνονται το πολύ με ένα βήμα δεξιά ή αριστερά παράλληλα με την τοποθέτηση των ντουλαπιών στον χώρο. Θα έφτιαχνε ένα καφέ. Τι περίεργο, όταν στα μεγάλα λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα γράφουν για καφέ ή ποτό ή το δίνουν με περιττές λεπτομέρειες (το πώς μοιάζει, πώς πίνεται το ρόφημα από τον ήρωα κλπ) ή απλώς ακούς ένα “καφέ, παρακαλώ”, λες κι ο εκάστοτε μπάρμαν ή καφετζής είναι τουλάχιστον μάντεις και ξέρουν πώς να το φτιάξουν στον πελάτη.
Θυμήθηκε πως από τα τελευταία ψώνια που έκανε είχε μια κομπόστα ροδάκινο στο ψυγείο ανοιγμένη λίγες μέρες και μάλλον θα έπρεπε να την φάει πριν χαλάσει. Κομπόστα πρωί πρωί. Αλλά τι πρωί πρωί; Τι ώρα είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι; Γυρίζει να δει το ρολόι πάνω από την μεσόπορτα δωματίου-κουζίνα: 17.38 το απόγευμα. Για μεσημέρι κοιμόταν ή είχε παρακοιμηθεί ώστε δεν άκουσε το πρωινό. Κι η δουλειά; Ή ήταν σαββατοκύριακο; Όχι. Ήταν η επόμενη μέρα, απλώς κι είχε πάρει άδεια κι ίσως είχε πιει κι ηρεμιστικά (;)
Άνοιξε το ψυγείο, την μεγάλη κάτω πόρτα της συντήρησης, με το δεξί του χέρι πήρε από το δεύτερο ράφι μετρώντας από πάνω προς τα κάτω μιαν ανοιγμένη κονσέρβα κομπόστας ροδάκινο και την έβαλε στον πάγκο. Άνοιξε τα σιδερένια χείλη της με μιαν αργή, σχεδόν μυσταγωγική, υπνωτιστική κίνηση σαν να ήθελε να σώσει τον κόσμο από την ηχορρύπανση του ανοίγματος και ανέβηκε μια βαρειά μυρωδιά από το υγρό μίγμα στο οποίο ήταν μέσα το φρούτο. Πήρε τον δείκτη από την παλέτα της παλάμης του και τον έβαλε μέχρι να βραχεί το νύχι μέσα στο δροσερό, πηχτό υγρό και έκανε μια μικρή δόνηση σαν να ανατάρρασε μια μικρή λιμνούλα με νερό. Ανέσυρε το δάχτυλό του και το έγλειψε, αφήνοντάς το παρατετάμενο αρκετή ώρα μέσα στο δάχτυλό του και χωρίς να καταπιεί άμεσα την πρώτη γεύση που αφήσανε τα πτητικά μόρια, ίσα να αγγίξουν από μόνα τους τους γευστικούς κάλυκες του στόματος. Έπειτα με ακόμη πιο αργή κίνηση έβαλε τρία δάχτυλα -τον μέσο, τον δείκτη και τον αντίχειρα- προσεκτικά για να μη γδαρθούν από τα σιδερένια χείλη και τα βούτηξε μέχρι να πιάσει το ένα μονάχα κομμάτι ροδάκινου που είχε κάτσει στον πάτο. Εντελώς ασυναίσθητα άφησε σταθερό το χέρι του, έκλεισε τα μάτια του έχοντας το βλέμμα στραμμένο μπροστά κι έτσι όπως στεκόταν μόνο με ένα στενό μαύρο εσώρουχο και γυμνός κατά τ' άλλα μπροστά από τον πάγκο, ένιωσε πως ερεθιζόταν, καθώς εξαρτημένα μαθημένα όλη η σκηνή του θύμισε την πρώτη φορά που με την αφή του είχε παίξει ένα όμορφο σεξουαλικό παιχνίδι με μια κοπέλα: έχοντας βάλει μέσα τον ευκίνητο δείκτη του, έγραφε εντός της γράμματα από λέξεις από ένα ποίημα που αυτοσχεδίαζε εκείνη την ώρα. Οι παλμοί της άκρης της παλάμης του γράφοντας κάτω από την κλειτορίδα της κοπέλας, μέσα στα τοιχώματα του κόλπου της που ήταν υγρά σαν καλοκαιρινό βράδυ με υγρασία που κολλάν τα ρούχα, τα έντομα κι οι άνθρωποι πάνω στο δέρμα σου, προκαλούσαν αλλεπάλληλα ρίγη στην ίδια, μα και σ' εκείνον, που της πρόφερε ένα προς ένα τα γράμματα και ζητούσε μετά από την κοπέλα “ποια λέξη σου έγραψα;” κι εκείνη μες στη μέθη της πολλές φορές δεν το καταλάβαινε κι εκείνος το ξαναέπιανε από την αρχή. Τέλειωσε στο ποίημά του 4 φορές. Ανέσυρε το δάχτυλό του και το έγλειψε, αφήνοντάς το παρατετάμενο αρκετή ώρα μέσα στο δάχτυλό του και χωρίς να καταπιεί άμεσα την πρώτη γεύση που αφήσανε τα πτητικά μόρια, ίσα να αγγίξουν από μόνα τους τους γευστικούς κάλυκες του στόματος.
Πήρε το ροδάκινο από την κονσέρβα, το έφαγε αφήνοντας να τρέξουν τα ζουμιά πάνω στο εσώρουχό του που ήδη είχε βραχεί από μια λάβα που ερχόταν υπόκωφα από τα βάθη του κορμιού του, σαν να ξεκινούσε μια βροχή ακριβώς πάνω από τον κρατήρα. Το σπέρμα του είχε βρέξει από μέσα το εσώρουχο, το σιρόπι είχε στάξει πάνω από το εσώρουχο. Ένιωσε στην βάλανό του το κρύο κολλώδες υγρό, ενώ κατάπινε το φρούτο. Έριξε το εσώρουχό του και άρχισε να αυνανίζεται. Το δέρμα είναι σίδερο, το δέρμα είναι ατσάλι, το δέρμα είναι σύννεφο και πιέζοντας τα αρχίδια του προς το τέλος καταπώς σπρώχνεις το εναπομείναν μίγμα από μια συσκευασία οδοντόκρεμας έχυσε ένα λευκό ποτάμι -όπως αφρίζει ένα καταρράκτης απ' την ορμή, γι' αυτό και αυτά λευκά και παχειά- μέσα στο σιρόπι, που άρχισε να ανοίγει σαν λουλούδι που άνθιζε μέσα του. Κι έχυνε για παραπάνω ώρα απ' όσο υπολόγιζε και αρκετές σταγόνες έπεσαν στον τοίχο απέναντι και γύρω στον πάγκο και στα δάχτυλα των ποδιών του, που η κοπέλα που θυμήθηκε του τα είχε γλύψει με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια, όπως η Μαρία Μαγδαληνή -κατά τα γραφάς.
Δεν σκούπισε, δεν σκουπίστηκε, παρά μόνο εξαντλημένος επέστρεψε στο κρεβάτι του κι έπεσε μπρούμυτα. Έπειτα από λίγη ώρα άρχισε να νιώθει το κρεβάτι κάτω από το πέος του να υγραίνεται από σπέρμα που είχε μείνει. Κι έπειται από ώρα ανάλογη άρχισε να νιώθει το μαξιλάρι του κάτω από το μάτια του να υγραίνεται από δάκρυα που πίστευε πως είχαν εξαντληθεί. Ο κύκλος του νερού για τα δάκρυα είναι μεγαλύτερος απ' ό,τι με μιαν απλή βροχή: η θάλασσα εξατμίζεται, γίνεται σύννεφο, βροχή και χιόνι, ποτάμι, θάλασσα, ενώ τα δάκρυα εξατμίζονται, γίνονται σύννεφο πολύ πολύ αργά, βροχή και χιόνι, ποτάμι, θάλασσα και λίμνη, πόσιμο νερό, δίψα, σωματικά υγρά που παλεύουν ποια θα πρωτο-εκφραστούν, ενώ στο βάθος είναι ένα και το αυτό. Έκλαψε για αρκετή ώρα χωρίς καν να ακούει το κλάμα του. Και πρέπει ν' αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε κανα δίωρο μετά -αφού το ρολόι έδειχνε οχτώ περίπου ακριβώς- κι ο ήλιος έδυε, βασίλευε δειλά στο δειλινό. Ήταν στην ίδια στάση. Τι κουραστικός ο θάνατος για το σώμα, σκέφτηκε, να μένεις πάντα ανάσκελα. Δυο ώρες έμεινε μπρούμυτα κι ένιωθε ακόμη πιο έντονο πόνο από όταν ξύπνησε το μεσημέρι. Δεν είχε χτυπήσει κουδούνι, δεν είχε χτυπήσει τηλέφωνο. “Μην τον πρήξουμε, ας τον αφήσουμε να ηρεμήσει”, θυμήθηκε είχε ακούσει να λένε χτες οι κοντινότεροι φίλοι του. Κι όντως το είχε τόσο ανάγκη χτες αυτό. Αλλά σήμερα; Πώς γίνεται σήμερα να είναι όλα τόσο απλά;
Μισώ τους συγγραφείς. Αυτούς που θα σου παρομοιάσουν π.χ. τα δέντρα και τα φυτά στη γη, σαν την ανεξάντλητη τριχοφυΐα ενός ανθρώπινου σώματος. Αλλά επίσης, γιατί αποτελούν τη σαρκωμένη απόδειξη πως οι άνθρωποι, όσο και να νιώθουν, ό,τι κι αν υπονοούν, ό,τι και να δείχνουν, έχουν στήσει άλλον ένα πολύ σημαντικό -πολλές φορές ανεξάρτητα διοικούμενο- σύστημα να μιλάνε και να ακούνε αυτό που νιώθεται κι υπονοείται, έτσι που κι αν ο άλλος παίζει να σκέφτεται να σκοτωθεί για σένα και δε στο πει, θα 'ναι σαν να μην το ξέρεις. Κι έτσι εγένετο η λογοτεχνία. Και η προϊστορία, για να αναρωτιέται τώρα αυτός το πώς σημερα μπορεί να είναι τόσο απλά και πώς μπορούν να είναι τόσο απλά;
Γύρισε ανάσκελα. Τα υγρά σημεία του στρώματος και του μαξιλαριού δεν άφησαν καμία μνήμη και δεν αντιστοιχίστηκαν με κάποια αίσθηση στην πίσω πλευρά του σώματός του. Ενώ ξυπνούσε και κατάφερε να ανοίξει και τα μάτια του, το άγχος συνέχισε να κυριαρχεί σαν πλάκωμα στο στήθος. Μήπως ήταν η γάτα που κοιμόταν πάνω στο στήθος του; Αλλά δεν είχε γάτα. Μα σίγουρα, αν τον ζωγράφιζε ο -αχ πώς τον λένε;- κάπου θα έβαζε για υπογραφή μια γάτα. Πέρασε η πρώτη φωτεινή μέρα μετά την μεγάλη απώλεια. Ξέρεις αυτό που μετά από μια πολύ πολύ μεγάλη απώλεια ενός ανθρώπου Σου, πρέπει να ξυπνήσεις την επομένη, σαν με χανγκόβερ τεράστιο και ασήκωτο, σαν να κουβαλάς στον αυχένα σου τον ουράνιο θόλο και μπροστά να σπρώχνεις τον βράχο του Σίσυφου και η αιωνιότητα τελικά που τόσο αποζητάς, η αθανασία, να μη μοιάζει και τόσο σπουδαία ιδέα. Και ξυπνάς την επόμενη μέρα έχοντας ένα σώμα που σχεδόν δεν θυμάται, μουδιασμένο, για να μην θυμάται κι αυτό προκαλεί μεγαλύτερο ακόμη μούδιασμα κι αυτό ακόμη περισσότερη λήθη, αλλά τελικά όλο αυτό δεν είναι παρά μια υπόκωφη, ύπουλη, υποδόρια, ασύστολη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπή μνήμη, που δείχνει το τρομερό της πρόσωπο από δω και πέρα. Ω φίλε, τι ατάκα: από δω και πέρα. Από δω και πέρα χωρίς αυτό που έχασες. Από δω και πέρα εσύ πλην κάτι ή κάποιον. Από δω και πέρα τι; Από δω και πέρα πώς; Ούτε να σηκωθείς να περπατήσεις δεν μπορείς, σαν να ξέχασες, λες και τελικά τα μωρά μαθαίνουν να περπατάνε ύστερα από ένα ισχυρό σοκ πένθους -ή τελικά κάπως έτσι το 'χουν πει, πως τάχα ο αποχωρισμός από την ασφαλή μήτρα είναι ένα τέτοιο σοκ. Από δω και πέρα. Κι όταν κάνεις ένα βήμα, πάλι στο μυαλό σου, σχεδόν ακυρώνοντας την πρόοδο του βήματος, πάλι “από δω και πέρα” αφορίζεις.
Από δω και πέρα έτσι θα ξυπνάει; Έτσι θα νιώθει, ακόμη κι όταν τελειώσει η άδεια από τη δουλειά για αυτές τις πολύ προσωπικές ημέρες; Από δω και πέρα έτσι θα αισθάνεται; Δε θα πεινάει, δε θα διψάει, δε θα ονειρεύεται πιο φυσιολογικά όνειρα, δε θα βγαίνει με κέφι; “Το πένθος είναι μια καθαρά προσωπική εσωστρεφής διαδικασία, ακόμη και σε περιόδους χαράς, ώστε να επεξεργαστείς το συμβάν”, έλεγε κάποια περίοδο σε φίλους και γνωστούς με αρκετή εξυπνάδα και απ' ό,τι φαίνεται μηδέν βίωμα. Ή μήπως θα έπρεπε να μάθει και να χτίστει το βίωμά του κατά πώς ο ίδιος το όριζε; Αλλά, τι ησυχία αυτή; Δεν μπορεί άλλο να μην ακούει τίποτε; Ο ίδιος αποσύρθηκε από τον κόσμο ή ο κόσμος απέσυρε τους ήχους του, όπως απέσυρε και το αυτί του πολλές φορές από πάνω του; Να θυμάται άραγε εκείνη το τραγούδι που μου έστειλε και είπε “αυτό είμαι εγώ”; Εκείνη ένας ήχος! Χα! Πόσο αστείο ακουγόταν. Μες στην τόση ησυχία, να σκεφτεί εκείνος, να θυμηθεί πως με ήχο του 'χε πει πως μοιάζει, με μουσική, με δόνηση, παλμό, χορό. Από τότε και στο εξής το τραγούδι εκείνο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συνεχή... Ω, θα το βάλει. Σηκώνεται με όση ενέργεια δεν πίστευε πως έχει απομείνει. Πήγε στον υπολογιστή, το πληκτρολόγησε, το βρήκε, το έβαλε, συνέδεσε τα ηχεία και το έβαλε να παίζει.
Δυνάμωνε τα ηχεία ολοένα και περισσότερο. Μια κλιμακωτή δόνηση ξυπνούσε αργά αργά σαν απ' τα θεμέλια των δωματίων, σαν να ανέβαινε λάβα από μιαν ελάχιστη τρύπα στην κορφή του κόσμου και το μόνο πέρασμα να ήταν το διαμέρισμά του. Καταπώς της Ιεριχώς τα τείχη έπεσαν, να έπεφταν οι τοίχοι και καταπώς η τύχη των περαστικών στης Άρτας το γιοφύρι, ν' αλλάζανε οι πρωτόγονες κατάρες. Πόσο ηλίθιοι οι συγγραφείς, δεν έχουν καν με κάτι καινούριο να παρομοιάσουνε τον κόσμο. Σαν από τότε και στο εξής όλα να μπορούσαν να περιγραφούν με κάποιες σταθερές μυθολογίες, με κάποιες μονολιθικές θεολογίες, αρετές, αξίες, ονοματοπνιγμένα συναισθήματα (αγάπη, έρωτας κλπ), λες και στον κόσμο αυτόν η ύλη της γλώσσας δε μπορεί να πάρει άπειρες μορφές, μα συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Πάλι η Ιεριχώ, λοιπόν. Και ντουπ ντουπ, συγχρονίζονται οι τοίχοι, ντουπ ντουπ, δονούνται οι τοίχοι, ντουπ ντουπ, ραγίζουνε οι τοίχοι, ντουπ ντουπ, χορεύει εκείνος.
Ξεκίνησε να χορέυει ένα αργό βαλσάκι, ήταν ο αγαπημένος του ρυθμός. Πήρε ένα αρκούδι κι άρχισε να στροβιλίζεται και όπως ραγίζανε και πέφτανε οι τοίχοι από γύρω του, είδε τους γείτονές του στην πολυκατοικία να μένουν αποσβολωμένοι, “μα σε πένθος κι εκείνος ακούει μουσική;”, “είναι ώρα κοινής ησυχίας σε λίγο, ας σεβαστείτε λίγο τους γείτονες”, “διαβάζω”, “κοιμίζω το μωρό”, μα εκείνος στροβιλιζόταν στον ρυθμό της μουσικής Της, ενόσω οι τοίχοι έπεφταν σαν άμμος σε μια φανταστική κλεψύδρα. “Μα αυτό σημαίνει πως ο χρόνος περνά”, μα ο χρόνος είναι μια ανάμνηση, που μας τον θυμίζει η κίνηση του κάθε τινός, του κάθε ενός. Κι όπως στροβιλιζόταν, υψωνόταν, στα άκρα του φυγόκεντρα συγκεντρώθηκε όλη η φθορά, δηλαδή αυτό που ούτως ή άλλως θα φθειρόταν τώρα ή αργότερα και στο κέντρο του κεντρομόλα μαζώχτηκε αυτό που η όρασή μας αλλοιώνει. Έμοιασε με πίνακας που ήταν το κάθε τι εκεί και για πάντα, αλλά για πάντα υπάρχει αυτό που κατανοείται ως τέτοιο ακόμη κι αν δεν έχεις τα εργαλεία να το κατανοείς σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο, αλλά έρχεται μετά. Αυτό που υπάρχει κι ας μην έχει συλληφθεί ως ιδέα, το σκεφτόταν συχνά αυτό: κάτι που προϋπάρχει μιας πλατωνικής ιδέας, πιο πρωτόγονο, πιο αρχέγονο, πιο αγχογόνο όταν πας να σκεφτείς τι είσαι και τι όχι και άρα πού να πάνε τα αποτέτοια σου, κεντρομόλο ή φυγόκεντρα; Ααα, ηλίθιοι συγγραφείς τι λόγια είναι αυτά, σχεδόν αιρετικά, σχεδόν βλάσφημα στο πένθος μου, τι κίνηση είναι αυτή, τι ανύψωση, πού είμαι, πού είναι; Αυτός που είναι;
Άνοιξε τα μάτια του. Καθώς στροβιλιζόταν, με τη μεγάλη φόρα και τη μέθη έπεσε πάνω στο κούφωμα της πόρτας και ταβλιάστηκε. Πρέπει να λιποθύμησε-κοιμήθηκε κι αν κρίνει από την ώρα για αρκετή ώρα πρέπει να ήταν ανάσκελα. Πιο πέρα το αρκουδάκι όρθιο τον κοιτούσε, λες κι είχε συνέλθει νωρίτερα και ανάμενε, μες στην βλαπτική και βλαμμένη ακινησία κι αβουλία του. Η μουσική είχε σταματήσει, μια και ήταν μόνο ένα τραγούδι επιλεγμένο. Λογικά οι γείτονες όσο ενοχλήθηκαν, ενοχλήθηκαν. Ίσως να πίστεψαν ότι του σάλεψε κιόλας. Έκανε να σηκωθεί αργά αργά, μια και θυμήθηκε πως έπρεπε να ελέγξει αν έχει σπάσει κάτι ή μήπως έχει κάποιον σοβαρό τραυματισμό. Τελικά αποδείχτηκε πως ξύπνησε και σηκώθηκε πιο ξεκούραστος και με λιγότερο πόνο από κάθε άλλη του εγρήγορση μες στη μέρα αυτή, τη δεύτερη μέρα. Να ένα κενό στη θεωρία του πένθους, η δεύτερη μέρα, το εφεξής, το από δω και πέρα. Που πέρασε το σοκ, πέρασαν τα ντάπα ντούπα και τα τραπέζια και τα συλληπητήρια και τα εθιμοτυπικά, που δεν ξεκίνησε ο θυμός ή κάτι άλλο, που μόνος σου θα πρέπει να πάρεις μια βαθειά ανάσα για το από δω και πέρ...
Εκείνη τη στιγμή έξυσε το δεξί πλευρό του. Μην το πει, μην το πει, μην το πει, μην το πει, να να νανανα να νααα
Πήγε προς το παράθυρο, εκεί δίπλα ήταν αφημένα τα τσιγάρα του (κάπνιζε; το είχε εντελώς ξεχάσει, αλλά να που του γεννήθηκε τόσο η πεθυμιά, που το θυμήθηκε να το καπνίσει), πήρε ένα, άναψέ το κοιτώντας έξω από το παράθυρο την νύχτα. Έτεινε την άκρη του τσιγάρου, κλείνοντας το ένα μάτι, να την “βλέπει” να ακουμπάει το φεγγάρι κι απ' την τυφλή γωνία άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα, σαν να τ' άναβε το ίδιο το φεγγάρι. Άνοιξε το μάτι του κι όντως είδε πως αναπτήρας δεν υπήρχε και πως μάλλον τον ήχο του αναπτήρα και τη δουλειά της πύρωσης την έκανε εν τέλει το φεγγάρι. “Τι να γίνει; Άναψε!” ήταν η απόκρισή του. Κάθισε με τους αγκώνες στο περβάζι ανάμεσα στις δύο ιπτάμενες ζαρντινιέρες βασιλικού και κάκτου που αιωρούνταν σαν ακροβάτες πάνω από τέσσερα πατώματα διαμερισμάτων. Κάπνιζε, έσταζε τη στάχτη. Τη στιγμή του σβησίματος πήρε την γωνιά που έκαιγε και την έμπηξε γερά στην παλάμη του, όπως ακριβώς το έκανε κι εκείνη, όπως ακριβώς θα το έκανε κι εκείνη στη δική του παλάμη, αν ήταν εδώ. Το φεγγάρι έσβησε. Ξύπνα, είναι όνειρο. Κουνήσου, μη σαστίζεις, μην αφεθείς μέσα εκεί -έτσι έπιασε να λέει στον εαυτό του.
- Καλησπέρα!
- (γύρισε το κεφάλι του)
- Ναι, μια γάτα που μιλά!
- (σαστισμένος ακόμη)
- Δεν είμαι μήτε η γάτα της Αλίκης, μήτε η γάτα που σας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά, μήτε ο παπουτσωμένος, μήτε η τελευταία μαύρη γάτα, μήτε ο μαύρος γάτος ο πονηρός, τίποτε. Είμαι μια μαύρη γάτα που μιλά, μια μαύρη νύχτα που μιλά -ίσως;- δεν νομίζω, θα 'ταν αρκετά κοινότυπο. Γιατί έσβησες το φεγγάρι;
- (προσπάθησε να ψιθυρίσει)
- Τίποτε δεν έχει νόημα, αν δε σταυρωθεί και δε ματώσει μέσα μας. Αν δεν προδώσεις τον Χριστό μέσα σου, αν δεν φας τις πλευρές του προμηθέα μέσα σου, αν δεν τιμωρήσεις τον Σίσυφο μέσα σου, αν δεν ταλαιπωρήσεις τον Οδυσσέα μέσα σου, αν δεν επικεντρωθείς στη διαδικασία -κι ουχί στο αποτέλεσμα- μέσα σου, αν δεν πονέσει σαν μωλωπισμένο το εντός σου.
- (σαστισμένος)
- Δες το χέρι σου.
- (το χέρι του δεν ήταν πληγιασμένο, πληγωμένο από καμία κάφτρα)
- Τι φυτρώνει;
- Δεν έχει ανθίσει ακόμη, για να ξέρω τι λουλούδι είναι.
- (η γάτα χαμογέλασε και τα δόντια της λαμπύρισαν στο σκοτάδι)
Κούνησε το κεφάλι του δεξιά, αριστερά, να συνέλθει. Δεν υπήρχε γάτα, μήτε τσιγάρο αναμένο, παρά έχασκε κι εκείνο στο χέρι του σβηστό ακόμη, δεν υπήρχε όμως ούτε φεγγάρι. Σαν να ξύπνησε ήταν εκείνη η στιγμή. Άναψε με τον αναπτήρα το τσιγάρο του και άρχισε να καπνίζει. Όλο το βάρος του τσιγάρου έμοιαζε απειροελάχιστο στο μεγάλο, μυώδες, μελαινόπηχο, νυκτώλενο -και λοιπές ηλίθιες λεξιπλασίες που ταίριαζαν τόσο στο αδιαφιλονίκητα καλοσχηματισμένο δεξιό του χέρι. Μ' αυτό άγγιξε και αγγίχτηκε, γιατί την ίδια στιγμή ό,τι αγγίζουμε μάς αγγίζει, σαν ανταπόδοση και αντάλλαγμα, η προσωπική του κίνηση, που ήταν απόφαση και βούληση και επιφοίτιση και νευρολογική διαδικασία στο σημείο της επαφής μια διελκυστίνδα. Συνέχιζε να καπνίζει. Μια μαύρη γάτα πέρασε βιαστική από τον δρόμο, καθώς κοιτούσε και πέρασε κάπως διαγώνια από το σημείο που επόπτευε και έμοιαζε η φωτογραφία της στιγμής σαν να αιωρούνταν.
Σαν να κράτησε πολύ το τσιγάρο. Τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά και του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά με τα δάχτυλά του να φύγει στο κενό, πεφταστέρι και μετεωρίτης για κάποια μυρμήγκια στο δρόμο ίσως. Τι ήχο να κάνει ανεπαίσθητο το τσιγάρο πέφτοντας για άλλα αυτιά και τι εικόνα για άλλα μάτια και τι μυρωδιά για άλλη μύτη και τι ζέστη για άλλα σώματα;
Ω, σταμάτα το πια, είναι τόσο κουραστικό να σκέφτεσαι διαρκώς. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται σε μια ψυχοκινητική επιβράδυνση, η ελάχιστη σκέψη να είναι ολάκεροι τόνοι στο κεφάλι του, ακόμη και η κάλυψη βιολογικών αναγκών -όπως το κατούρημα π.χ.- να τον εξαντλούν με την ηλίθια επαναληψιμότητά τους. Ή μήπως δίνανε ρυθμό στη ζωή και έναν άξονα γύρω από τον οποίο δομούνταν άλλες ανάγκες και ο χρόνος τους και ο χρόνος των επιθυμιών και οι επιθυμίες και οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις και οι αξιολογήσεις και οι αλλαγές και άλλα; Θυμήθηκε ένα βράδυ, που είχαν πλαγιάσει μαζί, λίγο πριν εν τέλει ενωθούν όπως ποτέ μέχρι τότε, σα σημαδιακό, εκείνη του είχε μιλήσει τόσο άσχημα.
Θυμάται πως το έγραψε -κι ίσως από τότε, παρατηρεί, να σταμάτησε να γράφει- για να το ξορκίσει, μια και το εξομολογηθέν είναι λησμονημένο ήδη. Δεν του είχε μιλήσει άσχημα με το τι είπε, αλλά το πώς, το βλέμμα της που μόλις πριν ήταν η πιο γαλήνια θάλασσα για να πνιγείς και η πιο απαλή αγκαλιά για να τυλιχτείς και να σκάσεις μέσα της, να σε συνθλίψει χωρίς ίχνος θλίψης ή χωρίς τύψεις για την άβολη παράδοσή του. Εκείνη τη στιγμή, με τον αυτοματισμό που μαθαίνουμε από μικρά παιδιά να πληγωνόμαστε πριν δούμε τι πληγές μάς δείχνει ο άλλος την ώρα που μάς πληγώνει. Γιατί η πληγή του είναι πληγή πάνω μας, όταν ενωνόμαστε, όταν -και συμβατικά και καθαρά σκηνοθετικά να το δεις- τα δέρματα εφάπτονται στο σημείο της πληγής, η πληγή μοιάζει να στριμώχνεται ανάμεσα σε δύο σάρκες και μόνο κάποιες ρίζες μέσα μας με αστραπές δίνουν μια παραίσθηση κτήσης στην πληγη. Αλλά η κτητικότητα για μια πληγή με το πρώτο νωπό και μαλακό κακάδι της είναι εξίσου λυσσασμένη και στον άλλο, που εφάπτεται. Εκείνη τη στιγμή, με τον αυτοματισμό αυτό, εκείνος πείσμωσε για την εικόνα που θα χαραζόταν στη μνήμη του, αλλά εκείνη τη στιγμή ολόκληρη εκείνη απέναντι του ήταν μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό όμοιο με εκείνο του Munch στη γέφυρα, που όσο και να 'θελε να τον πληγώσει, ήταν γιατί έτσι έμαθε να, να, να... Μα ακόμη και τώρα, ύστερα από όλο αυτό, από όλο εκείνο που ακολούθησε, ακόμη και τώρα -από δω και πέρα ίσως να άλλαζε κι αυτό;- δεν μπορούσε καν να βρει γιατί εκείνη τη στιγμή ένιωσε αυτό που απεχθανόταν να αισθανθεί: Μεσσίας της. Αλλά όχι δεν ήταν Μεσσίας. Την αγαπούσε, τη γούσταρε, την ήθελε, την ποθούσε έτσι ακριβώς, γι' αυτή την αδυναμία, γι' αυτά τα σκοτάδια, στα οποία -όπως σε ένα τέτοιο- μπορούσε να ακουμπά δίπλα της, σιωπηρά, μέσα στις κρισάρες τις, στις κρίσεις που ό,τι κι αν έλεγε, εκείνη πίστευε πως ήταν λάθος. Και που απ' όπου κι αν την έπιανες έκοβε ή αν δεν την έπιανες ψιχάλιζε σα γυάλινη βροχή που λαμπύριζε πάνω σου και δεν ξεχώριζες, όταν σε έγλειφε σα σκυλί, αν δάκρυα ήταν αυτά που λάμπανε ή γυαλιά.
Δίπλα του, όταν εκείνος ακόμη -πληγωμένος ένιωθε, αλλά περισσότερο αδύναμος, όπως νιώθουμε όταν και καλά μάς παίρνουν μια μεγάλη χαρά, που λίγο πριν την νιώθαμε ν' ανασαίνει στο αυτί μας- έβγαλε ελάχιστα δάκρυα εκείνη άρχισε να τον φιλά, να του γλείφει τα δάκρυα και να τα καταπίνει, να ρίχνονται στο μέσα της, σαν την υγρασία σ' ένα πανάρχαιο σπήλαιο που το μεταφράζει αυτό σε σταλακτίτες. Πόσο ανακουφιστικό, θε μου, να σου πίνουνε τα δάκρυα. Γι' αυτή και μόνο την κίνηση, δεν γινόταν να μην είναι κει, να μην υπομείνει, να μην επιμείνει, όσο κι αν έλεγε ότι αυτοί που περιμένουν, δεν αγαπούν. Η αλήθεια εξαρτάται από το εργαλείο που χρησιμοποιείς για να την βρεις. Η ερώτηση είναι ήδη μισή απάντηση, οπότε ας σιωπούμε -σκέφτηκε- μπροστά στον πόνο. Ρε, έχεις χτυπήσει ποτέ στο καλάμι για παράδειγμα ή να έχεις δαγκώσει τη γλώσσα σου -τι διαολεμένος πόνος- και να σου έρχονται πάνω από το κεφάλι σου και να σε ρωτάνε πώς είσαι ή δεν ξέρωγω τι άλλο; Ε, αυτό είναι, όταν μπροστά σου ο άλλος απλώς θέλει μια σιωπή, να ξεγλιστρύσουν μέσα από εκείνη την ποντικότρυπα που μοιάζει μες στη βοή όλα τα άχρηστα, τα διαψευσμένα -μα και τα αληθινά- όλα, μα όλα και όλα, όλα για όλα. Έτσι κι ο έρωτας, ήδη είναι η μισή ταυτότητα αυτουνού που ποθείς. Όπως ποθήσεις τον Άλλον είναι.
Από δω και πέρα τι; Τώρα που η πληγή είναι δική σου, τα γυαλιά, τα ανεκμετάλλευτα δάκρυα τι; Κι εκείνη την ώρα, σαν να ξύπνησε από έναν πολύ βαρύ εφιάλτη, που ένιωθε αυτό το μούδιασμα του πένθους για κάτι πολύ δικό σου, όλη αυτή την άχρονη, άβουλη, αμήχανη από μηχανής στιγμή της αιωνιότητας που θα υπάρχει κάθε στιγμή χωρίς εσένα, σαν να πενθείς τον άλλον, γιατί κι εσύ θα βρεθείς εκεί και όλοι μαζί να πενθούμε για τον Μεγάλο Θάνατο που θα μας σκεπάσει όλους και οι νύχτες και οι γάτες δε θα παίζουν στα όνειρά μας -ή μήπως εκεί κι αν παίζουν; Εκείνη τη στιγμή σαν να ξεσάστισε κι είχαν περάσει μόλις 10 δεύτερα που είχε ακινητοποιήσει τα μάτια κοιτώντας μια γάτα στο απέναντι πεζοδρόμιο μες στη νύχτα με ένα αεροπλάνο να περνά στον ουρανό και να ψάχνει να βρει, αν τελικά είναι διαστημόπλοιο ή αεροπλάνο, με εκείνη δίπλα του να του φιλά τα δάκρυα, που όντως έπεφταν και να νιώθει ένα ξαλάφρωμα που πένθος πια δεν υπάρχει, αλλά σαν να είχε πέσει σε όνειρο όλα μεταφράζονταν με δικούς τους συνειρμούς, γιατί δεν αρκεί -γαμωτό μερικές φορές- να αντιλαμβάνεσαι το κόκκινο, αλλά θυμάσαι κιόλα, το κόκκινο φόρεμά της στην πρώτη εξομολόγηση, το κόκκινο στοπ και κάθε τι. Ξεσάστισε, ξύπνησε, εστίασε πάνω τους με τα κλειστά μάτια που σχεδόν μουδιασμένος έφερνε τις αισθήσεις του ξανά στο σώμα του και αυτό όσο και να το κάνεις είναι η μοναδική αίσθηση για το παρόν, το τώρα. Το δάκρυ του το διεκδικούσαν δύο σώματα. Στο χέρι της ένα σβηστό τσιγάρο που του το έφερε στο στόμα και φώτισε. Όλα επέστρεφαν στη θέση τους ή εκείνος να συμβιβαζόταν; Τράβηξε μια γερή τζούρα και το φεγγάρι φλόγισε και μεγάλωσε και κάλυψε τον ουρανό καμιά δεκαριά φορές περισσότερο και φώτισε τα πάντα, μα κυρίως ακούστηκε ένα βόμβος από παντού, όμοιος μ' εκείνον του αεροπλάνου που περνούσε. Αλλά τελικά ήταν η απόσταση που έκανε να διανύσει ο ήχος από το αεροπλάνο όντως. Και το φεγγάρι τελικά άναψε ή όχι; Η γάτα ακόμη περπατούσε αργά, γύρισε τους κοίταξε κι εκείνη την ώρα εκείνη του έσβησε το τσιγάρο στην παλάμη. Εκείνος πρόσεξε για πολλοστή φορά το τατουάζ της στο αριστερό χέρι λίγο πιο κάτω από την τσάκιση που κάνει, όταν κλείνει ο αγκώνας κι είχε μια γραντσουνιά από την γάτα της. Κοιταχτήκανε στα μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου