Το ταλέντο του ήταν τόσο φυσικό όσο και τα σχέδια που σχηματίζονται με σκόνη πάνω στα φτερά της πεταλούδας. Στην αρχή ο ίδιος δεν το καταλάβαινε αυτό περισσότερο απ' ό,τι θα το καταλάβαινε η πεταλούδα, δεν ήξερε πότε θα ξεθώριαζαν, πότε θα χαλούσαν. Αργότερα ένιωσε στους ώμους του τα κατεστραμμένα φτερά και κατάλαβε πως ήταν φτιαγμένα, έμαθε να σκέφτεται, μα δεν μπορούσε πια να πετάξει, γιατί η αγάπη του για τις πτήσεις είχε σβήσει και το μόνο που κατόρθωνε να θυμηθεί ήταν η εποχή που αυτές οι πτήσεις γίνονταν χωρίς καμιά προσπάθεια.
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που συνάντησα τον Σκότ Φιτζέραλντ συνέβη ένα πολύ παράξενο πράγμα. Πολλά παράξενα συνέβαιναν με τον Σκότ, αλλά αυτό ποτέ δεν κατάφερα να το ξεχάσω. Εμφανίστηκε στο μπάρ Ντίνγκο της οδού Ντελάμπρ, όπου εγώ καθόμουν μαζί με κάποιους εντελώς ασήμαντους τύπους, αυτοσυστήθηκε κι έπειτα μας συνέστησε τον ψηλό, ευχάριστο άντρα που τον συνόδευε ως Ντάνκ Τσάπλιν, διάσημο μπεϊζμπολίστα. Δεν παρακολουθούσα το μπέϊζμπολ του Πρίστον και δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου το όνομα Ντάνκ Τσάπλιν, αλλά ήταν τόσο απίστευτα ευγενικός, ανέμελος, χαλαρός και φιλικός, που τον συμπάθησα πολύ περισσότερο από τον Σκότ.
Ο Σκότ ήταν ένας άντρας που έμοιαζε με αγόρι, μ' ένα πρόσωπο ανάμεσα σε ωραίο και χαριτωμένο,. Είχε πολύ ανοιχτόχρωμα ξανθά, κυμματιστά μαλλια, πλατύ μέτωπο, μάτια φιλικά και γεμάτα έξαψη κι ένα ντελικάτο ιρλανδέζικο στόμα με αισθησιακά χείλη, απ' αυτά που θα ονομάζαμε χείλη καλλονής. Το πηγούνι του ήταν καλοσχηματισμένο, όπως και τ' αυτιά του, η μύτη του ήταν κομψή, σχεδόν όμορφη, και διακριτική. Όλα αυτά δεν ήταν, βέβαια, αρκετά για να κάνουν ένα πρόσωπο χαριτωμένο. Σ' αυτό συντελούσαν κυρίως τα χρώματα, τα πολύ ανοιχτά ξανθά μαλλιά και το στόμα. Το στόμα του, ώσπου να τον γνωρίσεις, σε ενοχλούσε, αλλά μετά έπαυε πια να σε ενοχλεί.
Ήμουν περίεργος να τον γνωρίσω. Είχα δουλέψει πολύ σκληρά όλη μέρα και ήταν θαυμάσιο το ότι βρισκόταν εδώ ο Σκότ Φιτζέραλντ και ο μεγάλος Ντανκ Τσάπλιν, τον οποίο εγώ αγνοούσα παντελώς αλλά τώρα πια είχε γίνει φίλος μου. Ο Σκότ δεν σταματούσε να μιλάει, κι επειδή ένιωθα αμηχανία με αυτά που έλεγε - όλα σχετικά με το γράψιμό μου και το πόσο αξιόλογο ήταν -συνέχισα να τον κοιτάζω και να τον παρατηρώ από κοντά αντί να τον ακούω. Εκείνη την εποχή επικρατούσε ακόμα η αντίληψη ότι το να σε εκθειάζει κανείς καταπρόσωπο ήταν εξαιρετικά εξευτελιστικό. Ο Σκότ είχε παραγγείλει σαμπάνια, την οποία ήπιαμε οι τρείς μας, εκείνος, ο Ντανκ Τσάπλιν κι εγώ, μαζί με μερικούς από εκείνους τους ασήμαντους τύπους. Νομίζω ούτε ο Ντανκ όυτε εγώ παρακολουθούσαμε πολύ προσεκτικά το μονόλογο, γιατί περί μονολόγου επρόκειτο, έτσι συνέχισα να περιεργάζομαι τον Σκότ. Είχε ανάλαφρο σκαρί, μόλο που δεν φαινόταν να είναι σε εξαιρετική φόρμα και το πρόσωπό του ήταν κάπως πρησμένο, Τα ρούχα του, από το Μπρούκς Μπράδερς, είχαν καλή εφαρμογή και φορούσε λευκό πουκάμισο με κουμπωμένο κολάρο και μια γραβάτα Γκαρντ. Σκέφτηκα να του μιλήσω γι' αυτή τη γραβάτα, να του πω ότι κυκλοφορούσαν κι Εγγλέζοι στο Παρίσι και ότι κάποιο βράδυ θα περνούσαν κι από το Ντίνγκο - υπήρχαν ήδη δύο εκεί μέσα- αλλά μετά είπα "τι διάολο θέλω κι ανακατεύομαι;" και συνέχισα να τον κοιτάζζω. Αργότερα αποδείχθηκε ότι τη γραβάρα την είχε αγοράσει από τη Ρώμη.
Τώρα πια δεν μάθαινα και πολλά πααρατηρώντας τον, εκτός από το ότι είχε καλοσχηματισμένα χέρια, που αν και μικρά έδειχναν επιδέξια , κι όταν κάθισε σ' ένα από τα σκαμπό στο μπάρ, πρόσεξα ότι είχε πολύ κοντά πόδια. Με φυσιολογικά πόδια μπορεί να ήταν έως και πέντε πόντους ψηλότερος. Είχαμε τελείωσει το πρώτο μπουκάλι της σαμπάνιας, αρχίζαμε το δεύτερο και ο μονόλογος φαινόταν σιγά σιγά να φθίνει.
από το βιβλίο: Μια κινητή γιορτή
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου