Βαθαίνω χτύπημα με το χτύπημα
κι ο ήλιος με στέλνει στα βάσανα,
ρεφάρω κρυφά στης νύχτας τα πλοκάμια
και αναρωτιέμαι σκούζοντας
μέσα από τα σκοτεινά φαράγγια μου
Πόσοι να ζούνε εντός μου;
ποιες αλαλιές απ’όλες να διαλέξω ;
ποιές ωρυγές ν’αναζητώ
στων “θέλω” μου το αίμα;
Στον ήχο των ουρλιαχτών μας
μοναδικός αντίλαλος,
σπαρακτική ηχώ,
η πολύτιμη μοναξιά μας
καθώς τώρα, να!
εδώ να πλέουμε
σε άγνωστα φεγγάρια,
σ’έρημες θάλασσες
κι όνειρα ξεκρέμαστα και μακρινά
αλαργινές εμπνεύσεις μου
σκιές απελπισμένες
σκέψεις μου διαβατάρικες
που σέρνεται το βήμα σας;
που είσαστε χαμένες;
Ξήλωσα πια τις πόρτες μου
και φούνταρα εντός μου,
και ξενιτεύτηκα ευθύς:
σ’άνεμους ψίθυρους ,
σε σκότη π’αλυχτάν,
σε βλέμματα μετέωρα να γίνω γητευτής,
Όλα εδώ μένουν και σκουριάζουν ,
δάφνες και αίματα σ΄ένα δοχείο θολό
καθώς τα φαντάσματα που τρέφαμε
σκούζουν σαν ορφανά παιδιά .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου