Ο Κώστας έφτασε τελευταίος στο καφενείο. Μερικές δουλειές και ετοιμασίες τον είχαν καθυστερήσει και πάνω που σουρούπωνε γλυκά και μελιτζανιά στο χωριό, πέρασε το κατώφλι του καφενείου και είδε τους υπόλοιπους να έχουν ήδη στήσει το κουμάρι σε ένα τραπέζι – το γνωστό – στα δεξιά. Ο ίδιος απέφευγε να παίζει και λόγω της ιδίας θρησκευτικότητας αλλά και λόγω δουλειάς. Απολάμβανε, ωστόσο, την παρέα, τον βαρύ ελληνικό που του έφτιαχνε ο μαστροΔημήτρης, ο ιδιοκτήτης, που άλλοτε γινόταν κρύα πορτοκαλάδα με ανθρακικό, σόδα ή, σε σπάνιες και ιδιαίτερες περιπτώσεις, κόκκινο κρασί που μοιραζόταν η παρέα.
Όλοι τους, έξι άνδρες, μεσήλικες για τη ζωή που έκαναν, υπερήλικες για την εξωτερική τους εμφάνιση. Πιο μεγάλος απ’ ολους ήταν ο Ηλίας, ο κρεοπώλης του χωριού. Δεν πήγαινε ποτέ στον κυριακάτικο όρθρο, γιατί δεν προλάβαινε να ετοιμάσει τα κρέατα. Ο κόσμος τον είχε για θρησκευτικά αδιάφορο ή άθεο. Ωστόσο, πιο μεγάλος απ’ όλους φαινόταν ο Κώστας, με πυκνά μούσια που είχαν αρχίσει προ πολλού να γκριζάρουν όπως και τα μαλλιά του. Ψηλό κορμί και κουρασμένο πρόσωπο, άλλοι έλεγαν από τη νηστεία, άλλοι από τη συνεχή του παρουσία στο ναό, στις λειτουργίες, στις αγρυπνίες και σε όλες τις εκδηλώσεις του χριστιανικού ημερολογίου. Ηλίας και Κώστας έχουν περάσει ολόκληρη τη ζωή τους μαζί, αφού μεγάλωσαν στον ίδιο μαχαλά, δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό και ο τελευταίος παντρεύτηκε την αδερφή του πρώτου. Υπέροχοι φίλοι και στενοί συγγενείς.
Ο Ηλίας έχασε στα χαρτιά και βγήκε απο το παιχνίδι, στρεφόμενος στον Κώστα για κουβέντα, για σοβαρή κουβέντα, όπως αποδείχθηκε. Αγράμματος από τη μέρα που γεννήθηκε, συνέλαβε την παρούσα κατάσταση του με πολύ φιλοσοφικό τρόπο. Μίλησε, δηλαδή, στο φίλο του για τη μοναξιά του, ων χήρος τα τελευταία χρόνια και με ελάχιστους συγγενείς, και διαπίστωσε τη μονοτονία της καθημερινότητας του στο κρεωπωλείο το πρωί και το καφενείο το βραδάκι. Έμοιαζε απογοητευμένος που δεν μπορεί και ποτέ δεν μπόρεσε να αλλάξει κάτι και να ξεπεράσει τα όρια του κύκλου. Έμοιαζε να κάνει λογαριασμό.
Ο μαστροΔημήτρης ανακοίνωσε το λογαριασμό της παρέας, ο Κώστας κέρασε τον Ηλία, σηκώθηκαν όλοι και τράβηξαν προς την έξοδο. Ύστερα, ανταλλάσοντας τυπικούς χαιρετισμούς και...απειλές για το αυριανό κουμάρι που θα έστειναν, χώρισαν μες στη νύχτα. Οι δύο στενοί φίλοι συνόδευσαν τις σκιές τους και ο ένας τον άλλον στα σπίτια τους που ήταν κοντινά. Εκεί, ο Κώστας σκέφτηκε πως το ενδιαφέρον του φίλου του για τη ζωή μπορεί να άλλαζε δραματικά αν στρεφόταν στο Θεό και έτσι του πρότεινε να έρθει το πρωί στην εκκλησία μετά τον όρθρο, αφήνοντας κάποιον στο πόδι του στο κρεωπωλείο, και να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Το πρόσωπο του Ηλία έκανε φανερή την αμφιβολία του, και η συνάντηση των δύο φίλων έμεινε μετέωρη.
Το βράδυ ο Κώστας δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, μάλιστα δεν κοιμήθηκε καθόλου. Όταν ξημέρωσε, και παρά τα όσα είχαν ειπωθεί την προηγούμενη νύχτα, θα προτιμούσε να μην πάει στον όρθρο, για πρώτη φορά, αλλά ήταν αναγκασμένος. Πήγε, λοιπόν, στην εκκλησία, έψαλε με τους ψάλτες, μίλησε με άλλους πιστούς, προσευχήθηκε και, όταν τελείωσε η λειτουργία, βρήκε τον Ηλία να τον περιμένει! Ήταν αδύνατον να μιλήσουν, όμως. Έτσι, ο Κώστας, που μόλις είχε τελείωσει την πρώτη του δουλειά, ξεκίνησε τη δεύτερη: πλησίασε τον Ηλία, τον ασπάστηκε φιλικά και του προσέφερε ένα λουλούδι. Θυμιάτισε το φιλο του, τον έψαλε, του ευχήθηκε ανάπαυση σε «τόπο χλοερό, τόπο αναψύξεως», τον σταύρωσε, τον ξαναφίλησε στο λευκό του κεφάλι μέσα στο φέρετρο και ολοκλήρωσε τη λειτουργία της κηδείας του.
Στο καφενείο, ύστερα, σε ένα τραπέζι στα δεξιά, τέσσερις άνδρες που έπαιζαν χαρτιά και ένας παππάς έπιναν πικρό ελληνικό καφέ στη μνήμη του φίλου τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου