Στίβω τριάντα τρεις μέρες, τη μια τη ζεστή που θα
βγάλω τότε που θα απαγκιστρωθώ από τις αγκυλώσεις, παράφορες μικρές
συμπαραδηλώσεις, τους περιορισμούς και τις αναπροσαρμόσεις καθηκόντων κι
ηθικισμών. Την άλλη την καυτή που μας χρωστάνε και την ένιωθα και με
τρύπαγε κάθε που έπεφτε η καύτρα απ' το τσιγάρο. Και μιλούσες, όλο μιλούσες.. δεν
θα γίνουμε έτσι εμείς έλεγες, σε πίστευα, μανιφέστο ιερό των πεποιθήσεων μας
δεν τους αλλάξαμε , μην μας αλλάξουν.
~~~
Στρίβω μέρες τριάντα τρεις κι είναι οι τελευταίες
τρεις καμίνι βαρύ που ρίξαμε τα ξέφτια του επαρχιωτισμού μας, φτιαγμένους θεούς
και κατασκευασμένους δαίμονες. Δεν είχες ειρμό αλλά και ποιος είχε; Tρελός
ήσουν εξάλλου, ανυπόφορος, εξωφρενικά υπολογιστικός. Δεν αντιληφθήκαμε τη δομή
είπες, δεν κάναμε σωστή διάγνωση, δεν βρήκαμε τη θεραπεία και νοσούμε ομαδικά.
Τα ‘χασα κι εγώ που μπλέχτηκαν Γκράμσι,
Σεφέρης κι Εμπειρικός στα λόγια μας. Πονούσε η συζήτηση κι εσύ μιλούσες.
~~~
Βρέχω τα χέρια μου, να σου πιάσω το τσιγάρο, να
σβήσω τη φλόγα, να πονέσω , να σε εξοργίσω που θα γίνουμε σαν τους άλλους κι
εμείς. Γιατί δεν μας απελευθέρωσε η
τέχνη και τρέχουμε πίσω απ’ τα πτυχία, γιατί μας κόβει τα πόδια τ’ απλωμένο
χέρι Ιπποκράτους και Πανεπιστήμιου γωνία, γιατί τρέμει και το δικό σου και δεν
ξέρεις πώς να το πιάσεις. Γιατί δεν καταλήξαμε ποτέ αν ο κόσμος είναι αθώος ή
πνιγηρός. Γιατί θα πάψω να γράφω έτσι που μας παίρνει σβάρνα η μιζέρια κι εσένα
ακόμα δεν σε μπορώ, έτσι όπως είσαι μες τον κυνισμό σου ρομαντικός, σημαντικός
κι αδιάφορος! Κι αν είναι όλοι οι του κόλπου έτσι, προλετάριοι μωρό μου, στον
κυκεώνα του φαντασιακού μας θα μείνουμε. Μεθυσμένα γελαστοί και γελασμένοι!
~~~
Κρατάω χρόνια είκοσι δυο που δεν μας αφήνουν να
φύγουμε, που την ψύχη μου νιώθω σκύλο δεμένο με λουρί, από ράτσα καλή, να θέλει
να τρέξει, να σκάψει, να χαθεί κι όλο κρατιέται. Θα μείνουμε πρωτόλεια γράμματα
εφήβου, ανολοκλήρωτοι. Δίστιχα γραμμένα σε τσάντες που τους λείπει η τελευταία
λέξη, κι ας γράφτηκαν πάνω στο κρακ του οργασμού κι ας έσπασαν ακούσια κι
αδιάφορα το μέτρο!
Είναι που δεν κατάλαβε ο κόσμος ή δεν προλάβαμε εμείς, που θα ‘χουμε τα
τραγούδια μας αλλά δεν θα μας φτάσει.
~~~
Ένα μικρό σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, στο
κέντρο των πονεμένων, των διπλά αποξενωμένων,
δίπλα σε φωνές απ’ τη λαϊκή και πλανόδιους με ακορντεόν που η βδομάδα τους
όλη είναι εκείνο το πρωί της Κυριακής που βάφουν κόκκινη τη Μεσογείων.
Ένα σπιτάκι έμψυχο με κίτρινο τραπέζι, να κρεμάσω
εκεί τους έρωτες μου, τους ποιητές μου, τον χτύπο που πήρα και τον παλμό που
έδωσα, κάδρο τη γκρίνια μου τα μεσημέρια
γι' αυτά που δεν έγιναν! Φλιτζάνια να πίνω τους φίλους τους ρομαντικούς απόγευμα
Τετάρτης και μπάλα άχρωμη τους κυνικούς να πετάω τον ρεαλισμό στο διάολο κι ο
σκύλος να μου τον φέρνει πίσω. Σπίτι στενό αλλά ευμετάβλητο, στα σπίτια των κατατρεγμένων
δίπλα. Μόνη επιτυχία, η φωνή του άλλου μέσα μας.
~~~
Στον καναπέ επάνω να χω σκύλο λατρευτό. Σαν
αυτόν που χω κάθε μέρα κι αργοπεθαίνει. Και δεν το λέμε και δεν το ξέρει. Ο
σκύλος μου δεν φοβάται το θάνατο. Εγώ τον φοβάμαι. Μη και δεν γίνω σαν κι
αυτόν. Μια φωτεινή αναλαμπή στο άπειρο του χρόνου, δοσμένη στην αγάπη.
Εκείνη η αρρώστια που δεν ξεπεράσαμε
ποτέ να μην ολοκληρώνουμε νόημα χωρίς να χουμε πρώτα διαλυθεί.
Ψυχραιμία καμιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου