Απροσδόκητα ξεκίνησαν και αυτοί οι δύο την γνωριμία τους σε ένα live κοινών γνωστών τους , σε κάποιο μικρό μα ζεστό ροκάδικο από εκείνα που όλοι γίνονται μια παρέα στο τέλος. Εκείνη είχε το χούι από μικρή να πηγαίνει πάντα κοντά στην σκηνή όταν πήγαινε σε συναυλία για να αισθάνεται την αύρα των καλλιτεχνών, εκείνος στ'αριστερά της μπροστά μπροστά επίσης. Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο κιθαρίστας της μπάντας.
Τον είχε δει κλεφτά, με την άκρη του ματιού της. Εκείνος έβλεπε περισσότερο τα μαλλιά της παρά το πρόσωπό της. Ίσως οι συνθήκες παραήταν ιδανικές . Eκείνος , φανταζόταν τις γωνίες του προσώπου που εναρμονίζονταν με τα γυαλιστερά μαγουλά της και τα μεγάλα της ματοτσίνορα. Οι στίχοι που αντηχούσαν ήταν των Cure. "However far away, I will always love you." Ο φωτισμός χαμηλωμένος, αχνός. Όσο πρέπει για να αρχίσουν οι αισθήσεις σου να γίνονται πιο επιρρεπείς. Πιο επιρρεπείς σε αυτό που ξέρεις ότι πάντα θα σε πονάει , γιατί αυτή είναι η πληγή από γεννησιμιού σου.
Ήταν στριμωγμένοι. Βρέθηκαν δίπλα δίπλα. Τον έσπρωξαν . Την πάτησε χωρίς να το θέλει.
-Συγνώμη, σε πόνεσα;
-Τα άρβυλα ευτυχώς αντέχουν. Θα μπορούσες να είσαι πιο προσεκτικός όμως.
-Ηρέμησε. Σε συναυλία βρίσκεσαι.
-Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσέχεις που πατάς.
-Σταμάτα πια. Χάνουμε αυτό το υπέροχο τραγούδι.
-Δίκιο έχεις, είναι και το αγαπημένο μου. Αλλά φρόντισες να καταστρέψεις την στιγμή.
- Τι κρίμα να μοιράζομαι το ίδιο αγαπημένο τραγούδι μαζί σου.
Eκείνη άρχισε να σιγοτραγουδάει. Ούτε και του ξαναέδωσε σημασία. Παρ'όλ'αυτά έριχνε κλεφτές ματιές πάνω του. Ένας νέος άνδρας που είχε αφήσει τις όχθες της εφηβείας πίσω του για τα καλά. Μελαχρινός, με το νεανικό θράσος σκαλισμένο στο προσωπό του, την σπιρτάδα για ζωή , γρήγορη , θυελλώδη , να καίει στα ματοκλαδά του. Τα ζυγωματικά του ερωτικά αναψοκοκκινισμένα από το κλίμα εντός του μπαρ. Η κορμοστασιά του ξερή , άκαμπτη μα έτοιμη να ακολουθήσει τον ρυθμό.
Εκείνος την παρατηρούσε χωρίς εκείνη να το καταλαβαίνει.Τα μαλλιά της πλούσια , έτοιμα να χειραγωγήσουν και τον πιο απείθαρχο επαναστάτη. Ένα τίναγμα τους ήταν αρκετό. Τα μάτια μεγάλα. Μαγνήτες ακόμα και για τους πολύ προσεκτικούς. Μάγισσα , την είχε αποκαλέσει κάποιος που ποτέ δεν κατόρθωσε να την κερδίσει, που ποτέ δεν κατάφερε να την κρατήσει στα χέρια του.
Ο χρόνος πέρασε γρήγορα. Όπως πάντα, όταν κανείς περνάει ευχάριστα. Η μπάντα κατέβηκε από την σκηνή. Τα ηνία ανέλαβε ένα άλλο νέο συγκρότημα με περισσότερο dark ήχους. Κάθισαν να πιούν κάτι όντας κουρασμένοι από την περφόρμανς . Εκείνη πλησίασε ,να βρεί την φίλη της. Και εκείνος το ίδιο.
- Πάλι εδώ εσύ;
- Εγώ ήρθα για τον φίλο μου.
- Πέρα από αγαπημένο τραγούδι μοιραζόμαστε λοιπόν και κοινούς γνωστούς.
"Γνωρίζεστε;" τους διέκοψε μια γυναικεία φωνή.
"Όχι ακριβώς" απάντησε εκείνη.
"Φίλη σου; " ρώτησε εκείνος.
To κλίμα ήταν αμήχανο. Προσπαθούσαν όμως να μην χαλάσουν την παρέα. Ακόμα και αν ήταν απαραίτητο το να προσποιηθούν. Στην απέχθεια ή την δυσαρέσκεια πάντα κρύβεται λίγη ευχαρίστηση , λίγη έλξη. Άλλωστε όλες οι σχέσεις , όλα τα συναισθήματα χαράσσονται με γνώμονα την αντίθεση και την αντίφαση.
Γύρω στις τεσσεράμιση τα χαράματα , αποφάσισαν να το διαλύσουν. Είχαν πιεί. Είχαν γνωριστεί. Ο πάγος είχε σπάσει. Οι παρεξηγήσεις αποτελούσαν παρελθόν. Τα παιδιά από την μπάντα θα έμεναν μέχρι το πρωί.
-Λοιπόν, φεύγεις;
-Πρέπει; Δεν πρέπει;
-Θέλεις να φύγουμε μαζί;
-Μη θαρρείς πως γίναμε φίλοι όμως ..
Έφυγαν από εκείνο το καλά κρυμμένο μαγαζί στο Μοναστηράκι με τα πόδια. Περπάτησαν μέχρι το σπίτι.Στο δρόμο είδαν ένα περίπτερο ανοιχτό.
-Θές να παρουμε μπύρες και να κάτσουμε μέχρι να ξημερώσει εντελώς;
-Γιατί όχι;
Κάθισαν στο πεζούλι μίας εκκλησίας. Ο αέρας τους δρόσιζε ενώ πλέον μιλούσαν με μεγαλύτερη οικειότητα.
-Λοιπόν , ξέρεις είχα να νιώσω έτσι από τότε που είχα αποφασίσει να βγώ με έναν άγνωστο που γνώρισα σε κάποιο forum μουσικών συζητήσεων. Τελικά, δεν βρεθήκαμε ποτέ. Μάλλον δεν ήρθε ποτέ. Μετά έκοψα. Δεν είχα χρόνο . Ούτε για συζητήσεις. Ούτε για τίποτα.
- Σε ποιό forum τον γνώρισες;
-Σε ένα, να δείς δεν καλοθυμάμαι το όνομά του. rockchaos νομίζω λεγόταν ή κάπως έτσι.
- Και πότε είχατε κανονίσει να βγείτε με αυτόν τον τύπο;
- Μέσα στα Χριστούγεννα , που θα ήταν Ελλάδα.
Εκείνος με μία άγαρμπη κίνηση, ήπιε με μιάς την μπύρα του. Έβγαλε τα τσιγάρα του και άρχισε να καπνίζει. Νευρικά. Ίσως με μία νοσταλγική θλίψη για όλες τις χαμένες ευκαιρίες. Για όλα όσα η τύχη φρόντισε να αποτρέψει.
"Πές μου κάτι ακόμα. Που είχατε κανονίσει να συναντηθείτε και περίπου τι ώρα, θυμάσαι; " την ρώτησε με το βλέμμα χαμηλωμένο. Σαν να φοβόταν την επιβεβαίωση όλων των φόβων του. Εκείνη μισομεθυσμένη , ζαλισμένη και υπερβολικά κουρασμένη πλέον δεν έφερνε καμία αντίσταση . Απαντούσε , ανοιγόταν.
"Σύνταγμα, στο συντριβάνι , στις 8 το βράδυ." ήταν το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλε. Είχε το τηλέφωνό μου προκειμένου να βρεθούμε. Δεν με κάλεσε ποτέ. Περίμενα αρκετή ώρα. Αλλά φαντάζομαι πως για κάποιο λόγο δεν έγινε αυτή η γνωριμία. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Κάποιες φορές η τύχη σε συνεννόηση με τον χρόνο παίζει παράξενα παιχνίδια. Ήταν και οι δύο αρκετά πιωμένοι ώστε να λένε αλήθειες που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα έλεγαν.
-Το αεροπλάνο δεν έφτασε ποτέ. Έχασα την πτήση . Ήρθα μια εβδομάδα αργότερα Ελλάδα.
-Τι εννοείς;
- Κάποιες φορές υπάρχουν τραγικές συμπτώσεις , στην ζωή.
-Είσαι εσύ; Αποκλείεται. Μπορώ να το σιγουρέψω όμως. Εκείνος γνώριζε το όνομα του γάτου μου και τον λόγο που τον ονομάζω έτσι.
-Ο γάτος σου είναι αιγυπτιακή Μάου και την έχεις ονομάσει Φρέντυ. Από τον Φρέντυ Μερκιουρυ που ήταν ο αγαπημένος καλλιτέχνης του πατέρα σου.
Τα μάτια της έγιναν υγρά, μα δεν δάκρυσε. Συνειδητοποιούσε. Αντιλαμβανόταν γιατί ένιωθε τόσο οικειότητα μαζί του και ας μίλησαν από μία παρεξήγηση στο live.
Ένιωσα οργή και θυμό στην αρχή. Μιλούσαμε τόσο πολύ. Σου ανοίχτηκα. Με ήξερες. Με ξέρεις.. Μετά αποφάσισα να συνεχίσω απλώς την ζωή μου. Ένιωθα ένα κενό που δεν μπορούσε να γεμίσει. Οι συζητήσεις μου έλειπαν. Οι συζητήσεις με άλλους ανθρώπους έμοιαζαν βαρετές. Ο χρόνος όμως ξεθωριάζει τα πάντα. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον.
Έκανε μια κίνηση να την αγκαλιάσει. Φιλήθηκαν παθιασμένα. Σαν να περίμεναν αρκετό καιρό για αυτή την στιγμή. Σαν να μην πίστευαν ότι θα την ζούσαν ποτέ. Η πρώτη ηλιαχτίδα μόλις έβγαινε. Περπάτησαν μέχρι το σπίτι της. Την φίλησε ξανά. Δεν χόρταινε να την φιλάει. Είχε γίνει άπληστος. Ήθελε όλο και περισσότερο να γεύεται τα χείλη της. Να χαιδεύει τα πλούσια μαλλιά της. Το στέρνο του να συνθέτει μελωδίες με το στήθος της. Την φιλούσε ασταμάτητα , μέχρι που κάποιος αδιάκριτος μεσήλικας κατέβηκε για τον πρωινό του περίπατο και τους είδε.
-Πρέπει να ξεκουραστείς .
-Δεν θέλω να σε ξαναχάσω τώρα που σε βρήκα.
- Υποσχέσου τότε πως δεν θα χαθούμε ποτέ.
- Η λέξη ποτέ είναι το ίδιο παγίδα με την λέξη πάντα.
-Χάρισέ μου τότε το σήμερα , τουλάχιστον.
-Το βράδυ , θα πάω πάλι στο ίδιο μπαρ.
-Θα σε βρώ εκεί.
Κάπως έτσι έληξε εκείνη η τρομερή και αναπάντεχη μέρα. Εκείνη η μέρα που δεν πέρασε μπροστά σε μία οθόνη υπολογιστή, αλλά έξω, με ανθρώπους, φασαρία , ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου