Καταραμένο σκεύος των πρώτων σκέψεων του.
Ο μονόδρομος του έφτανε εκεί όπου αποχρώσεις ηθικής και λεπτότητας έπασχαν από αχρωματοψία.
Τρανταχτά διέκοπτε νεκρολογίες κηδείας.
Κάθε μέρα την ώρα των μαθηματικών, στην τάξη με τους χαρακωμένους τοίχους, χωρίς ποτέ να κοιτάει τριγύρω, άφηνε τα ακροδάχτυλα του να πλοηγηθούν νότια κάτω από το σχολικό θρανίο για να χαϊδέψουν το τζιν.
Βλοσυρά σενάρια μακελειών δεν δραπέτευαν τον νου του παρά μόνο γαργαλούσαν την οροφή του στόματος μέχρι να πάρουν πνοή μέσα από τα δόντια.
Τα στενά χωρίσματα των ‘ευχών του αύριο’ άνοιγαν ολοένα περισσότερο και από μέσα τους ξεγλιστρούσε μαστουρωμένος σαν να ξαναγενιέται.
Οι γονείς του το αποκαλούσαν “η νεανική παρόρμηση του διαβόλου”.
Κορώνα. Ένα μικρό αμάλγαμα ενοχικών σκέψεων και φόβου ξεσπάνε και σπρώχνει τον άλλον στο κρεβάτι και του λέει ότι δεν μπορεί να το κάνει. Έχει περάσει η ώρα και πρέπει να φύγει οπωσδήποτε. Και θα έρθει να φωλιάσει κάτω από την κουβέρτα χωρίς λέξεις.
Γράμματα. Ένα μικρό αμάλγαμα ενοχικών σκέψεων και φόβου γεννιούνται για λίγο. Μέχρι να καταφέρει ο άλλος να βγάλει τη ζώνη του. Τότε ξεχνάει
Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου