Εκείνη τη νύχτα
που ο Άρμστρονγκ πάτησε στη Σελήνη
εμείς από την Γη
κοιτούσαμε αγκαλιασμένοι
-Δάκρυσες-
Είπες «πάει, μας το πήραν κι αυτό.
Τώρα δεν έχουμε τίποτα»
Δεν κατάλαβα
ότι η απόγνωση έκαιγε
μες στα δάκρυα σου
Εκείνη τη μέρα
-άνοιξη, το θυμάμαι καλά-
ο καφές σου
στην κούπα με τον Σνούπι
να περιμένει
το δικό σου στόμα
Τα δικά σου χείλη
-Δεν ήρθες ποτέ-
Μαύρα χελιδόνια
φτερουγίζουν
μέσα στον γαλάζιο ουρανό
Πάντα θα προσπερνούν
την μικρή μου αυλή
-τα χαμένα μας καλοκαίρια-
Κάτι τέτοιες μέρες
μόνος
κάτω από εκείνη
τη νεκρή κερασιά
- που πάνε όταν πεθαίνουν οι αναμνήσεις; -
Με τις καμένες ρίζες
που πάνω στα γυμνά της χέρια
καρποί
δεν θα ευωδιάσουν ξανά
Κάτι τέτοιες νύχτες
Έρχομαι
χτυπώ το κουδούνι σου
Αν με άφηνες να ανέβω επάνω
-μόνο για λίγο-
Όσο χρειάζεται
για να βουτήξω
απ' το μπαλκόνι σου
στο κενό
Δεν έχεις πολύ χρόνο
-μέχρι να αγγίξω το πεζοδρόμιο-
κάνε γρήγορα μια ευχή
Θα την κάνω να βγει
αληθινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου