Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Δύο ποιήματα | Χρήστος Κάρτας

~Μια γυναίκα στην πλώρη της Ανατολής

Ήμασταν συνεπιβάτες. Όμως κανείς δεν είχε αντιληφθεί την απουσία μου. Σε λίγο θα ξημέρωνε κι έκρυβα κάτω απ’ το στρώμα παλιές φωτογραφίες. Ήθελα να κοιμούνται οι περασμένες μου συνήθειες. Άφησα μόνο μια πληγή ορθάνοιχτη. Για να διακρίνω τα σημεία που παραπάτησα. Δεν ένιωθα τα βήματα που βιαστικά με προσπερνούσαν. Και ακολουθώντας τις φωνές των συναδέλφων έφτασα σε πόλεις φεγγαρολουσμένες.

Μία γυναίκα στεκόταν μόνη στην πλώρη της ανατολής. Το βλέμμα της λάβωνε θανάσιμα όποια υπεκφυγή περνούσε. Η θάλασσα ερχόταν και της έβρεχε τα πόδια. Ζωγράφιζε πάνω στην άμμο σκόρπια γράμματα. Απ’ τη ζωή εκείνου που δεν ήμουν. Σήκωσα ένα κοχύλι και το έβαλα στ’ αυτί. Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ο ήχος των χελιδονιών. Καθώς πετούν προς τον Βορρά. Τότε η θάλασσα ενώθηκε με την άλλη θάλασσα. Που αγρίευε ανάμεσα στους μηρούς της γυναίκας. Η αρμύρα ψαλίδισε το σώμα μου. Το σκόρπισε. Σαν κομμάτια ψηφιδωτού. Μέσα στις δύο θάλασσες.
Η μέρα φόρεσε τη σάρκα της γυναίκας. Έγινα λαθρεπιβάτης στο λευκό της άλογο. Και τ’ όνομά μου ήταν Χίθκλιφ1.

1: χαρακτήρας από το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ.


 
Artwork:Jean Gabriel Domergue



~Χορεύοντας με μία σκιά

Οι αγγελικές ματιές των αστεριών στολίζανε το δάσος. Τραγουδώντας προσκαλούσαμε τις νύμφες να πεταχτούν μέσα απ’ τα έλατα. Η πανσέληνος δεν έβγαινε προτού κοιτάξει το είδωλό της στο ρυάκι. Και οι κραυγές των λύκων μου θυμίζανε πως πέρασα το χέρι μου στην πλάτη σου για χάρη μόνο μιας αναμνηστικής φωτογραφίας. Φορούσες μια λευκή μάλλινη μπλούζα. Φορούσα ένα πουκάμισο καρό. Με αμφιλεγόμενο ρητό έμοιαζε το χαμόγελό σου. Μάλλον δε σου αρέσανε ποτέ οι φωτογραφίες. Μου ζήτησες να πω ακόμα ένα τραγούδι. Τότε σε πήρα από το χέρι. Φύγαμε μακριά απ’ τους συνδαιτυμόνες. Καθίσαμε στην κρήνη του χωριού. Έτρεξες μέσα μου. Σαν καλοκαιρινή βροχή. Τα χείλη μου στα μαλλιά σου. Τα μαλλιά σου στα χείλη μου. Και η φωνή του Μάλαμα να μου σφυροκοπεί τα σπλάχνα. Όσα τουλάχιστον μου είχαν απομείνει. Καθώς κατέρρεα στη βιαστική σου αγκαλιά. Ήσουν «γυναίκα κουρασμένη απ’ το δρόμο». Κι εγώ το ήξερα καλά πως «όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι». Θα μείνω δίπλα σου όσο αντέχω τα τραγούδια. Που κανείς δε θα ‘γραφε για μας.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου