Ο κόσμος θέλει και δε θέλει να αλλάζει. Δεν υπάρχει κανείς να πει κάτι που θα ήθελα να ακούσω. Κοιτούσα το χώμα ψάχνοντας κάποιο σημάδι. Σκόνη κι αποτσίγαρα. Μα ξάφνου, λίγο πριν βρίσω, κοίταξα τον ουρανό.
Μέσα στον μουντό καμβά του κόσμου, ο ήλιος έπεφτε σαν Βασιλιάς σε πόλεμο, λούζοντας τα λευκά μαξιλάρια του κοιμητηρίου τ' ουρανού, αφήνοντας πορτοκαλιές και κόκκινες ανάσες για να θυμίζει σ' όλους το έργο του. Η θερμοκρασία όσο ψηλή και να φάνταζε, τόσο χαμηλή ήταν.
Η περηφάνια συνελήφθη σε μια σταγόνα, σε ένα κρυσταλλωμένο δάκρυ απάνω στα σκονισμένα μάγουλα ενός ταλαιπωρημένου προσώπου. Οι άντρες κλαίνε. Ακούς Βασιλιά;
Να μαθαίνεις να πονάς και ας βήχεις αίμα. Όσο για έμενα, εγώ, θα προσέχω τα αστέρια. Θα τα μοιράζω όπου χρειάζονται και θα καλωσορίζω το φεγγάρι μέχρι να κρυφτεί κάτω απ' τα μπλε σεντόνια της γης.
Κοιμήσου καλέ μου Βασιλιά. Αναλαμβάνω εγώ.
Η περηφάνια συνελήφθη σε μια σταγόνα, σε ένα κρυσταλλωμένο δάκρυ απάνω στα σκονισμένα μάγουλα ενός ταλαιπωρημένου προσώπου. Οι άντρες κλαίνε. Ακούς Βασιλιά;
Να μαθαίνεις να πονάς και ας βήχεις αίμα. Όσο για έμενα, εγώ, θα προσέχω τα αστέρια. Θα τα μοιράζω όπου χρειάζονται και θα καλωσορίζω το φεγγάρι μέχρι να κρυφτεί κάτω απ' τα μπλε σεντόνια της γης.
Κοιμήσου καλέ μου Βασιλιά. Αναλαμβάνω εγώ.
Πηγή: FindingTheJolly
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου