Από ανθρώπους μου αρέσουν πολύ οι λαϊκοί, οι πολύ λαϊκοί που φτάνουν σε σημείο γραφικότητας. Εκείνοι οι αυθεντικοί άνθρωποι, που δεν έχουν ανάγκη από φτιασίδια για να 'ναι χαρούμενοι. Εκείνες οι φιγούρες που αγαπούν πραγματικά και δένονται, που παίρνουν την απόφαση ένα βράδυ να πάνε σε ένα νησί ή ένα χωριό και να το παλέψουν, με κάθε κόστος -κοινωνικό και όχι μόνο. Ρομαντικές ιστορίες σε μικρά χωριά της χώρας και κάθε σπίτι τα προβλήματά του. Το θέμα όμως είναι τι κάνεις με αυτά τα προβλήματα.
Μέσα σε αυτό το τριήμερο, γνώρισα πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Θα μπορούσα να γράψω άρθρα ή και βιβλία για αυτούς, θα μπορούσα να δαπανήσω ώρες σκεπτόμενη πόσο εύκολη είναι η ζωή και πόσο δύσκολη την κάνουμε, πόσα εμπόδια μα θες βάζουμε καθημερινά.
Όμως, θα προτιμήσω να σας πω για μια ιστορία που μου έκανε εντύπωση.
Αναστάσιμο βράδυ σε μια επιβλητική εκκλησία σε κάποια γωνιά αυτής της χώρας και οι καπνίζοντες έχουμε φτιάξει ένα πηγαδάκι και συζητάμε. Στην παρέα είναι ένας κύριος από ένα παραδίπλα σπίτι. Έχω το "διάβολο", θα μας πει, εννοώντας καρκίνο. Ύστερα, θα μας εξομολογηθεί για εκείνη τη σύνταξη που θα πάρει το 2021, που δε ξέρει αν θα ζει, για το τρίτο του χειρουργείο που είναι σε ένα μήνα και για τα εγγονάκια του, που αγαπάει. Ο κύριος αυτός είναι χαρούμενος. Μια πικρή χαρά. Αυτοσαρκάζεται, κάνει χιούμορ με την κρατική πρόνοια, μιλά για το πόσο μικρή είναι η ζωή. Και χαμογελά. Η ζωή βρίσκεται στα χαμόγελα, η αλήθεια στους Sex Pistols.
Μέσα σε αυτή τη συζήτηση, θα ειπωθούν πολλά, όλα με μια δόση παρατήρησης, με μια δόση σοφίας για το πόσο μικρή είναι η ζωή. Κι έπειτα, θα ακολουθήσει η πρόταση "Ο τάδε κύριος μόλις του είπα ότι έχω καρκίνο, απομακρύνθηκε. Φοβήθηκε μη κολλήσει.", μας λέει και γελάει με την άγνοια του. Και παθαίνω πανικό. Εν έτη 2017, η ελληνική ύπαιθρος αγνοεί ακόμα και σήμερα βασικές αλήθειες, ενημερώνεται από τον καφετζή του χωριού και επιβιώνει μέσα από ημιμάθειες, φόβους και δεισιδαιμονίες. Η ελληνική ύπαιθρος, στην οποία το ιατρείο συντηρείται σε ένα ερείπιο με έναν αγροτικό γιατρό, το σχολείο σε λυόμενο και η εκκλησία φτάνει το ύψος τριώροφης πολυκατοικίας στολισμένη με μάρμαρα και τρούλους.
Θα ήθελα πολύ να σχολιάσω μεμονωμένα, ένα-ένα όσα ανέφερα. Οι εικόνες στεγάζονται στο μυαλό μου και αδυνατούν να βγουν να πάρουν τη μορφή σχολίων. Ωστόσο, μια απογοήτευση και μια πικρία την έχω. Σε τούτο τον τόπο, μεγαλώνουν παιδιά. Και αυτά τα παιδιά είναι καταδικασμένα να διαιωνίσουν όλη αυτή την αναχρονιστική παράδοση, την λειψή από γνώσεις. Όλα αυτά τα παιδιά, που ακόμα παίζουν σε αλάνες, που δεν έχουν playstation, πρέπει να πάνε φοιτητές για να μάθουν ότι ο κόσμος δεν είναι αυτό, το οποίο τους μαθαίνουν. Πρέπει 18 χρόνια να ζήσουν μια ψευδαίσθηση για να καταφέρουν να δουν το αναστάσιμο φως, το φως της γνώσης. Και διερωτάμαι, υπάρχει άραγε σωτηρία για την ελληνική ύπαιθρο; Υπάρχει άραγε σωτηρία, όταν επισκεπτόμενος την ύπαιθρο σαν ξένος, αντιμετωπίζεσαι και σαν ξένος;
Ώρες-ώρες, όταν συνειδητοποιώ ότι το "Κάτω Παρτάλι" και το "Κολοκοτρωνίτσι", υπάρχουν σαν οντότητες στο χάρτη, είτε με αυτά τα ονόματα, είτε με άλλα, φρικάρω εντελώς. Και νιώθω πραγματικά περίεργα, που στους δέκτες μοιάζουν αστεία, όμως η πραγματικότητά τους αγγίζει την τραγικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου