Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα, τόσο για τις εικόνες και τους προβληματισμούς που δημιουργεί, όσο για την ταύτιση με την ίδια την πράξη. Βάλε φωτιά, είπαν. Κι εκείνος έβαλε. Έβαλε φωτιά σε ότι του έτρωγε την ψυχή, στην ίδια του την ύπαρξη. Υπήρξαν πολλές φορές που ξαναγύρισα σε τούτο το ποίημα, ύστερα από τα σχολικά έδρανα. Κάθε φορά, στοχαζόμουν τι μπορεί να σκέφτεται ένας "καιόμενος" και μήπως τελικά κι εμείς που δεν καήκαμε ποτέ στ' αλήθεια, δεν είμαστε τάχα αυτοαναφλεγόμενα πνεύματα;
Και να που τελικά, δεν άντεξε, πυρπολήθηκε. Ένας σύγχρονος καιόμενος, εν έτη 2017. Εν έτη 2017, που οι πρόσφυγες κρατώνται σε κλουβιά, τα παιδιά μεταχειρίζονται σαν αντικείμενα, οι άνθρωποι σαν αριθμοί. Αναλώσιμοι. Αναλώσιμα ξύλα στην σόμπα του κράτους, στη σόμπα του καπιταλισμού. Αναλώσιμα ξύλα για να ζεσταίνονται οι έχοντες σε μία κοινωνία που οι μη έχοντες, οι ξένοι είναι καταδικασμένοι σε έναν αέναο αγώνα για την επιβίωση. Και σκέφτομαι, θάρρος ή δειλία; Συμβολισμός.
[Λες και οι έχοντες δε κουβαλάνε το δικό τους σταυρό, τι τα θες; Τι κι αν αλλάζουν οι αριθμοί, οι σταυροί παραμένουν εξίσου μεγάλοι.]
Καθείς καιόμενος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, καθείς καιόμενος στο οχτάωρο που σε θέλει σκλάβο, καθείς καιόμενος μέσα στις κοινωνικές νόρμες, μέσα στα στερεότυπα που εμείς οι ίδιοι οικοδομήσαμε. Καθείς καιόμενος, μέσα στο ίδιο του το σώμα. Γιατί τούτη η μετανεωτερικότητα που λεει και ο Carlo Bordoni, προτάσει ατομικισμό. Καθείς για τον εαυτό του και όλοι καιόμενοι, μέσα σε τέτοιες εικόνες, μέσα σε τέτοιες πράξεις που μας ραίνουν ενοχή. Εκείνος απόψε κοιμάται με τις πληγές και τα εγκαύματά του. Εμείς απόψε κοιμόμαστε με ενοχή ή άγνοια. Κι έτσι, ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει σαν να μη συνέβει τίποτα ποτέ. Το επόμενο πρωί θα ξημερώσει, ο ήλιος θα βγει. Ο καθένας θα φορέσει ακόμα ένα χαμόγελο, θα πάει στη δουλειά του. Μέχρι τον επόμενο καιόμενο. Και τον επόμενο. Κι εκείνος ο στίχος να επισημαίνει "ρε αλήθεια λέω, μη νοιαστεί κανείς". Γέμισε στάχτες ετούτη η κοινωνία και δε λέει να ξαναγεννηθεί μέσα από δαύτες.
Photo: Buddhist monk voluntarily drenched in petrol and burned alive (Saigon, 1963)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου