Δεν έφταιγε εκείνος. Ούτε και οι προηγούμενοι. Δεν έφταιγε κανένας.
Κανείς δεν τους είχε μιλήσει για τη δυστυχία της, κανείς δεν τους είχε προειδοποιήσει για την ευθραυστότητά της.
Αγέρωχη και αιθέρια φάνταζε, άτρωτη, ονειρική και θεία.
Μα πάνω απ’ όλα, τόσο δυνατή. Θεέ μου, πόση δύναμη έκρυβε στην άρρυθμα παλλόμενη καρδιά της, πόση ζεστασιά χάριζε με τα λεπτά της χέρια που αγκάλιαζαν τον κόσμο τους, πόση θέρμη μετέδιδε το ντροπαλό της στήθος. Όσο και το πάθος ή η τρυφερότητα που μετάγγιζαν τα πάντα αφυδατωμένα από αγάπη χείλη της.
Τα αδύναμα μάτια της έβλεπαν κάθε ανησυχία τους που τα διστακτικά της δάχτυλα καταλάγιαζαν με επιμέλεια.
Τα μουσικά της χάδια, οι συγχορδίες στο λαιμό, οι συμφωνίες στην πλάτη, οι σονάτες στη μέση.
Δρασκέλιζε την καθημερινότητα με ακροβασίες, πάντα στις μύτες, με συστολή μην ενοχλήσει, με μια υπόσχεση πετάγματος πάνω απ’ όλα, συνταξιδιώτες εκείνοι στα λευκά φτερά της.
Δεν θα μπορούσαν να ξέρουν. Δεν είχαν αντικρίσει ποτέ άλλοτε αυτή τη χρυσίζουσα βροχή, γεμάτη από λόγια και έρωτα.
Κανείς δεν τους είχε μιλήσει για τη δυστυχία της, κανείς δεν τους είχε προειδοποιήσει για την ευθραυστότητά της.
Αγέρωχη και αιθέρια φάνταζε, άτρωτη, ονειρική και θεία.
Μα πάνω απ’ όλα, τόσο δυνατή. Θεέ μου, πόση δύναμη έκρυβε στην άρρυθμα παλλόμενη καρδιά της, πόση ζεστασιά χάριζε με τα λεπτά της χέρια που αγκάλιαζαν τον κόσμο τους, πόση θέρμη μετέδιδε το ντροπαλό της στήθος. Όσο και το πάθος ή η τρυφερότητα που μετάγγιζαν τα πάντα αφυδατωμένα από αγάπη χείλη της.
Τα αδύναμα μάτια της έβλεπαν κάθε ανησυχία τους που τα διστακτικά της δάχτυλα καταλάγιαζαν με επιμέλεια.
Τα μουσικά της χάδια, οι συγχορδίες στο λαιμό, οι συμφωνίες στην πλάτη, οι σονάτες στη μέση.
Δρασκέλιζε την καθημερινότητα με ακροβασίες, πάντα στις μύτες, με συστολή μην ενοχλήσει, με μια υπόσχεση πετάγματος πάνω απ’ όλα, συνταξιδιώτες εκείνοι στα λευκά φτερά της.
Δεν θα μπορούσαν να ξέρουν. Δεν είχαν αντικρίσει ποτέ άλλοτε αυτή τη χρυσίζουσα βροχή, γεμάτη από λόγια και έρωτα.
Στην αρχή ήταν το ξάφνιασμα. Επιφυλακτικός δισταγμός και περιέργεια για το πρωτόγνωρο.
Και μετά όλοι τους αφήνονταν. Πάντοτε βυθίζονταν. Σε μελιστάλακτες μέρες και ονειροπολούσες νύχτες κοντά της. Δίπλα της. Μέσα της. Μαζί της. Η ζεστασιά που διαλύει το χειμώνα των ψυχών.
Όμως, αρκούσε ένα λάθος, ένα τόσο δα μικρό λάθος, μια παράλειψη ασήμαντη, μια πλάνη συγγνωστή.
Και τότε εκείνη άρχιζε να μαραίνεται.
Το πιο όμορφο και σπάνιο και υψηλό λουλούδι, το πιο περίτεχνο και ευωδιαστό, άνθος που αποκαλύπτεται με τον έρωτά τους, τρέφεται με την επιθυμία τους, ευδοκιμεί στην αγκαλιά τους, φωτίζεται από το βλέμμα τους, άρχιζε να μαραίνεται. Να συρρικνώνεται, να αναδιπλώνεται, να παγώνει, να βιώνει απώλειες και να χάνεται.
Δεν ήξεραν ότι πληγώνεται από την αδιαφορία και πεθαίνει.
Και μαζί της σβήνει το φως που απλόχερα τους χάριζε.
Δεν είναι ότι θα εγκατέλειπε. Θα έμενε. Από ευγνωμοσύνη για τον έρωτα που της ενέπνευσαν, τούτο το πολύτιμο ανανταπόδοτο δώρο.
Μα όσο αντέξει. Μέχρι να σπάσει.
Δεν έφταιγε, λοιπόν, εκείνος. Ούτε και οι προηγούμενοι εν τέλει. Δεν έφταιγε κανένας τελικά.
Κανείς δεν τους είχε μιλήσει για κεινη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου