Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Συνείδηση | Όμικρον Μι





«Γεννιόμαστε σα λύκοι και πεθαίνουμε σαν τα σκυλιά»
Μωρά στη Φωτιά

«Έτσι έχουν τα πράγματα.» Αυτό μου είπε  ένας μεγάλος ελέφαντας που στεκότανε
δίπλα μου.
Φορούσε στο λαιμό μια χρυσή αλυσίδα που ήταν δεμένη σε έναν πάσσαλο, και
συνέχεια μου έλεγε για το πόσο περιορισμένος νιώθει, και πως όταν έρθει ο
καινούριος αφέντης θα του μεγαλώσει το μήκος της αλυσίδας και τότε θα ‘ναι πιο λεύτερος.
Εγώ ήμουν μικρός και δεν ήξερα τίποτα. Έμαθα λοιπόν ότι έτσι είναι τα πράγματα,
και ότι μια ζωή θα πρέπει να ‘μαι δεμένος σε αυτόν τον τεράστιο πάσσαλο, και ότι αυτό θα ‘πρεπε να θέλω.
«Ο πάσσαλος δεν σπάει με τίποτα» μου είπαν. Στα νιάτα τους, λέει, όλοι οι ελέφαντες
προσπάθησαν να τον σπάσουν. Όσο και αν το ήθελαν όσο και να προσπάθησαν οι άλλοι ελέφαντες στα κρυφά, και προσεχτικά να μην τους ακούσει ο αφέντης, δεν κατάφεραν να σπάσουν τον καταραμένο πάσσαλο. Άσε που εκεί μακριά στο ξέφωτο ακούγονταν κάτι παράξενες κραυγές από κάτι βίαια ζώα που μόνο ο αφέντης έχει δει, όμως.
Έτσι είναι τα πράγματα, είπα και γω στον εαυτό μου. Το καλύτερο θα είναι να
συμβιβαστώ με αυτήν την ιδέα, ακόμη και αν εγώ έχω πάθος και θέλω την λευτεριά.
Μα ένα βράδυ που σκεφτόμουνα πως θα μπορούσα να ξεφύγω, άκουσα τα ουρλιαχτά
που σκίζαν την ηρεμία και την κανονικότητα της νύχτας. Τότε άκουσα, ανάμεσα στα ουρλιαχτά, φωνές να με παροτρύνουν να τραβήξω τον πάσσαλο. Για πρώτη φορά, τότε, ανακάλυψα κάποια μελωδικότητα σε αυτά τα ουρλιαχτά.
Συνειδητοποίησα πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που είπα στον εαυτό μου ότι
έτσι είναι τα πράγματα, και ότι εγώ ποτέ δεν δοκίμασα να σπάσω τα δεσμά μου. Μεγάλωσα πια.
Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα προς τη βάση της αλυσίδας στον πάσσαλο. Τότε το
είδα καθαρά. Στην θέση του πασσάλου στέκονταν μια τόση δα οδοντογλυφίδα.
Την έπιασα και την σήκωσα. Πήγα στον καθρέφτη για να καθαρίσω από τα δόντια
μου τα υπολείμματα της βρόμικης τροφής που τόσα χρόνια με τάιζε ο αφέντης. Μόλις είδα το είδωλο μου στον καθρέφτη συνειδητοποίησα την πραγματική μου μορφή.
Οι κυνόδοντες μου είχαν μεγαλώσει, και στο φως του φεγγαριού που με έλουζε είδα
το γκρίζο τρίχωμα μου να λάμπει. Κατάλαβα, τότε, ότι δεν είμαι ένας συμβιβασμένος Ελέφαντας αλλά ένας περήφανος Λύκος.
Έτρεξα στους άλλους ελέφαντες να τους πω τα νέα. Να τους δείξω την πραγματική
μας φύση. Να τους πω τον τρόπο. Να καταλάβουν ότι μπορούν να ‘ναι λεύτεροι χωρίς αφέντη.
Μα όταν με είδαν οι άλλοι ελέφαντες δε με αναγνώριζαν πια. Έβλεπαν ένα παράξενο
και άγνωστο πλάσμα. «Ίσως να είναι από τα βίαια ζώα που είχε αναφέρει κάποτε ο αφέντης», σκέφτηκαν.
Άρχισαν λοιπόν τρομοκρατημένα και υστερικά να φωνάζουν τον αφέντη να τους
σώσει. Φώναζαν τόσο, με όλη τους την δύναμη, που οι κραυγές τους κάλυπταν τώρα πια τα ουρλιαχτά. Ο φύλακας του αφέντη, που άκουσε την διαταραχή της κανονικότητας του βραδινού χρόνου ήρθε να επιβάλει το νόμο του αφέντη και να επαναφέρει την τάξη.
Έφαγα τον φύλακα με τρεις μπουκιές και έφτυσα το σάπιο μυαλό του και τη
σκουληκιασμένη καρδιά του στο χώμα. Έπειτα ήρθε και ο αφέντης να δει τι γίνεται. Τον καταξέσκισα με τα νύχια μου, αλλά δεν έφαγα την σάπια σάρκα του. Ήξερα ότι μετά θα έρθει άλλος αφέντης να αγοράσει το τσίρκο, και ότι όσο υπάρχουν ηλίθιοι Λύκοι, θα υπάρχουν και οι αφέντες τους. Απογοητευμένος πια από τους Λύκους-Ελέφαντες, έφυγα προς το ξέφωτο απ’ όπου ακουγόντουσαν τα ουρλιαχτά, με το αίμα του φύλακα να στάζει από την μουσούδα μου ζεστό ακόμη στη διψασμένη γη.
Όσο όμως πλησίαζα προς τα εκεί, τα ουρλιαχτά άρχισαν να βγάζουν κάποιο νόημα.
Δεν ήταν πια ουρλιαχτά μα τραγούδια. Τα τραγούδια της λευτεριάς.
Μόλις έφτασα στο ξέφωτο είδα για πρώτη μου φορά κι άλλους λύκους. Μαύρους,
άσπρους, γκρίζους, καφετί, ακόμη και πολύχρωμους. Όλοι διαφορετικοί, μα όλοι ίδιοι. Όλοι λύκοι.
Με καλωσόρισαν στην αγέλη τους με χάδια στη μουσούδα και μου είπαν ότι αν θέλω
μένω μαζί τους, άμα θέλω φεύγω. Δεν μπορούν να αποφασίσουν αυτοί για μένα.
«Τι έχετε σκοπό να κάνετε;» τους ρώτησα. «Μα να φάμε τους αφέντες και τους
αφελείς λύκους που δεν βγάζουν από πάνω τους την προβιά του Ελέφαντα...» μου είπαν με μια φωνή.
«Αυτή είναι η ελευθερία;» αναρωτήθηκα, μα δεν ήξερα την απάντηση. «Μήπως να
ρωτούσα κανέναν άλλο λύκο; Μπα εγώ ξέρω καλύτερα» σκέφτηκα.
Συνεχίσαμε να τραγουδάμε όλη νύχτα κάτω από το φεγγαρόφωτο και όταν ήρθε η
αυγή είδα όλη την αλήθεια με τα μάτια μου, από το ύψωμα του βουνού που στεκόμουν.
Όπως έχουν πει και άλλοι πριν από μένα «δεν υπάρχει λευτεριά. Ο δρόμος προς την
λευτεριά είναι η μόνη υπαρκτή ελευθερία.»
Κοίταξα, λοιπόν, το δρόμο μπροστά μου και ξεχύθηκα με όλη μου την ψυχή για να
αισθανθώ τη νέα μου ζωή. Και περιμένω να κάνετε το ίδιο.
Όσοι ξυπνήσουν Λύκοι σήμερα το πρωί, «Καλημέρα!». Θα σας βρω στο δρόμο για
τη λευτεριά.
Paolo Roversi (eyes):

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου