Σκοτάδι και ψύχρα
στην Ψυχή μου.
Αισθάνομαι ένα ρίγος.
Δε βλέπω τίποτα.
Μονάχα αισθάνομαι ένα κενό.
Βιώνω ένα κενό.
Ένα απίστευτο,
ένα διαρκές, αέναο κενό.
Δεν έχει βάθος. Δεν έχει πλάτος.
Είναι απύθμενο.
Κι όλο και βουλιάζω.
Όλο και πιο βαθιά.
Και το γαμώτο είναι ότι ξέρω κολύμπι.
Γιατί, όμως, δε μπορώ να σωθώ;
Ανατριχιάζω.
Κρυώνω.
Πονάω.
Αιμορραγώ.
Κοιτάζω τα χέρια μου και είναι βαμμένα στο κόκκινο χρώμα.
Έπιασα στο σημείο όπου τα είχα ακουμπήσει λίγο πιο πριν
και στο σημείο αυτό βρίσκεται η καρδιά.
Τα χέρια μου κόκκινα. Στάζουν από αίμα. Αλλά δεν είναι καυτό. Είναι κρύο. Παγερό.
Το τραύμα βαθύ. Δε μπορεί να επουλωθεί.
Δεν είναι εύκολο.
Έπιασα και το κεφάλι μου.
Κι άλλα αίματα.
Μια τρύπα.
Απ’ τη σφαίρα.
Απ’ τη σφαίρα της Αγάπης.
Με τρύπησε. Με ρήμαξε. Με διέλυσε.
Αίμα. Αίμα. Παντού.
Για να μη το δουν οι άλλοι, πασχίζω και τυλίγω τα σημάδια με ό, τι βρω.
Να στραγγίξω το αίμα. Να μη δουν τα κοκκινάδια.
Μη τυχόν κι αναγκαστώ ν’ απαντώ στις περίεργες ερωτήσεις τους.
Φορτώνομαι και μ’ ένα υποκριτικό χαμόγελο και προχωρώ.
Όμως, σιγά μην καταλάβουν. Σιγά μη διακρίνουν την θλίψη, τον πόνο.
Ποιος νοιάζεται…
Ποιος νοιάζεται πραγματικά;
Ποιος νοιάζεται πραγματικά για εκείνα που κουβαλά η Ψυχούλα μας;
Όμως, θέλω.
Έχω ανάγκη
από δυο χέρια ζεστά
που θα ‘ρθουν με φόρα να μ’ αγκαλιάσουν.
Σφικτά.
Να με τυλίξουν.
Να μού προσφέρουν λίγη τρυφερότητα.
Λίγη ασφάλεια.
«Δείχνω» καλά μα στην πραγματικότητα δεν είμαι.
Νιώθω ένα τέτοιο κενό που όσο πάει και φουντώνει.
Φουντώνει.
Γίνεται κύμα σωστό.
Και με καταπίνει.
Κάθε μέρα κι από λίγο.
Και χάνω τον έλεγχο.
Δε μπορώ να διαχειριστώ τον εαυτό μου, τα συναισθήματά μου.
Αδυνατώ να διαχειριστώ το φορτίο, το βάρος που έχει κολλήσει στην Ψυχή μου.
Και δε λέει να φύγει.
Όσο κι αν το θέλω.
Το κενό μου, σύντροφός μου πια, είναι ακόμη δίπλα μου.
Το νιώθω το κενό μου.
Είναι ένα πελώριο κενό.
Σαν αυτό της απώλειας.
Ναι.
Κάτι λείπει.
Κάτι μού λείπει.
Μα φυσικά.
Φυσικά.
Λείπεις εσύ.
Εσύ.
Λείπεις.
στην Ψυχή μου.
Αισθάνομαι ένα ρίγος.
Δε βλέπω τίποτα.
Μονάχα αισθάνομαι ένα κενό.
Βιώνω ένα κενό.
Ένα απίστευτο,
ένα διαρκές, αέναο κενό.
Δεν έχει βάθος. Δεν έχει πλάτος.
Είναι απύθμενο.
Κι όλο και βουλιάζω.
Όλο και πιο βαθιά.
Και το γαμώτο είναι ότι ξέρω κολύμπι.
Γιατί, όμως, δε μπορώ να σωθώ;
Ανατριχιάζω.
Κρυώνω.
Πονάω.
Αιμορραγώ.
Κοιτάζω τα χέρια μου και είναι βαμμένα στο κόκκινο χρώμα.
Έπιασα στο σημείο όπου τα είχα ακουμπήσει λίγο πιο πριν
και στο σημείο αυτό βρίσκεται η καρδιά.
Τα χέρια μου κόκκινα. Στάζουν από αίμα. Αλλά δεν είναι καυτό. Είναι κρύο. Παγερό.
Το τραύμα βαθύ. Δε μπορεί να επουλωθεί.
Δεν είναι εύκολο.
Έπιασα και το κεφάλι μου.
Κι άλλα αίματα.
Μια τρύπα.
Απ’ τη σφαίρα.
Απ’ τη σφαίρα της Αγάπης.
Με τρύπησε. Με ρήμαξε. Με διέλυσε.
Αίμα. Αίμα. Παντού.
Για να μη το δουν οι άλλοι, πασχίζω και τυλίγω τα σημάδια με ό, τι βρω.
Να στραγγίξω το αίμα. Να μη δουν τα κοκκινάδια.
Μη τυχόν κι αναγκαστώ ν’ απαντώ στις περίεργες ερωτήσεις τους.
Φορτώνομαι και μ’ ένα υποκριτικό χαμόγελο και προχωρώ.
Όμως, σιγά μην καταλάβουν. Σιγά μη διακρίνουν την θλίψη, τον πόνο.
Ποιος νοιάζεται…
Ποιος νοιάζεται πραγματικά;
Ποιος νοιάζεται πραγματικά για εκείνα που κουβαλά η Ψυχούλα μας;
Όμως, θέλω.
Έχω ανάγκη
από δυο χέρια ζεστά
που θα ‘ρθουν με φόρα να μ’ αγκαλιάσουν.
Σφικτά.
Να με τυλίξουν.
Να μού προσφέρουν λίγη τρυφερότητα.
Λίγη ασφάλεια.
«Δείχνω» καλά μα στην πραγματικότητα δεν είμαι.
Νιώθω ένα τέτοιο κενό που όσο πάει και φουντώνει.
Φουντώνει.
Γίνεται κύμα σωστό.
Και με καταπίνει.
Κάθε μέρα κι από λίγο.
Και χάνω τον έλεγχο.
Δε μπορώ να διαχειριστώ τον εαυτό μου, τα συναισθήματά μου.
Αδυνατώ να διαχειριστώ το φορτίο, το βάρος που έχει κολλήσει στην Ψυχή μου.
Και δε λέει να φύγει.
Όσο κι αν το θέλω.
Το κενό μου, σύντροφός μου πια, είναι ακόμη δίπλα μου.
Το νιώθω το κενό μου.
Είναι ένα πελώριο κενό.
Σαν αυτό της απώλειας.
Ναι.
Κάτι λείπει.
Κάτι μού λείπει.
Μα φυσικά.
Φυσικά.
Λείπεις εσύ.
Εσύ.
Λείπεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου