Σ' εκείνα τα αχαρακτήριστα, θλιβερά στενά
σε πρόσμενα ξανά.
Δεν ήταν ώρες καρτερίας για να 'ρθεις
- οπότε, μήτε φόβος μην λησμονηθείς
μα σ' ένα δώμα
η σκέψη έγινε μαύρη μελάνη σε χαρτί
που ταξιδεύει αμείλικτη, θρασύς λαθρεπιβάτις
- που πάει στο χώμα.
Πέρασε, πέρασε μέσα από τις χαραμάδες...
και ας γίνεις κομμάτια χίλια-δυο όσο το κάνεις,
θα σε περιμαζέψω
δες
τα χέρια μου δυνατά, σφιχτά
- κι όμως τόσο αέρινα... -
θα σε τυλίξουν, θα σ' αγγίξουν
και από την αρχή,
όπως γέννα, γλυπτού πυράντοχου
- φωτιά μέσα στις νύχτες τις μόνες, τις ακαρτέρητες νύχτες -
θα σμιλέψω, θα χαλκέψω, θα πλάσω, θα δημιουργήσω, θα σφυρηλατήσω
απ' αυτές τις μικρές γραμμές φεγγαριού
μέσα απ' την πόρτα, μέσα απ' τις τρίλιες
μία φεγγαραχτίδα γυμνή,
σε κάτι δικό μου.
Μόνο, πέρασε σιγά-σιγά...
λίγες ανάσες τη φορά να ανασαίνω...
λίγη σάρκα τη στιγμή να ακουμπώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου