Ο βα.αλ.
(Βασίλης Αλεξάκης) γεννήθηκε το 1977 στην Κέρκυρα. Σπούδασε κοινωνικός λειτουργός στο
Ηράκλειο της Κρήτης και έχει εργαστεί ως σερβιτόρος, οικοδόμος, εισπράκτορας σε
αστικό ΚΤΕΛ, διανομέας, φυλλαδίων, τηλεφωνητής, πωλητής, ταμίας και
αποθηκάριος. «Το ένα δέκατο του 8» είναι το πρώτο του λογοτεχνικό ατόπημα.
Σταματίνα Τσιμοπούλου:
Κ. βα.αλ., παρατήρησα ότι δεν αποδέχεστε τον τίτλο του συγγραφέα ή του
λογοτέχνη, παρά την σημαντική απήχηση που είχε το βιβλίο σας («το ένα δέκατο
του 8»). Ποιες οι συντεταγμένες σας στον κόσμο της λογοτεχνίας;
βα.αλ. (Βασίλης
Αλεξάκης):Καμία απολύτως. Ο κόσμος της λογοτεχνίας αδιαφόρησε πλήρως φυσικά για το
λαμπρό και συγκλονιστικής σημασίας για τα ελληνικά γράμματα έργο μου με την
ίδια λαμπρότητα που αδιαφόρησα και ‘γω εκδίδοντας και διακινώντας το βιβλίο μου
μακριά του και μην επιδιώκοντας κάποια ιδιαίτερη επαφή ούτε με την έκδοση ή την
«επιτυχία». Οπότε αμοιβαία τα αισθήματα έτσι και αλλιώς.
Στην αναγκαστική μου με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο επαφή που είχα μαζί του αναδυόταν τέτοια μπόχα που καλύτερα να πάω
πάνω σε ένα βουνό και να σκαλίζω πέτρες για να φτιάξω τις λέξεις μου. Με
οδοντογλυφίδα. Το ακόμα χειρότερο βέβαια, για να είμαι και απόλυτα ειλικρινής,
δεν είναι η δυσωδία, είναι η απόλυτη και ολοκληρωτική βαρεμάρα. Δηλαδή,
εντάξει, υπάρχουν δύσοσμα μέρη στα οποία τουλάχιστον, όμως, υπάρχει περιπέτεια,
δράση, πάθη και ηδονές. Ο κόσμος της λογοτεχνίας είναι ένας παιδότοπος με
χαμηλωμένα φώτα και μουσικές ταπετσαρίες ιδανικές για νεκρικούς θαλάμους.
Ευχαριστώ. Θα προτιμήσω άπειρα τον εκτυφλωτικό ήλιο που μου σπάει τα νεύρα και
τα σκοτάδια που με αποπροσανατολίζουν. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι δεν
γράφονται σπουδαία πράγματα στις μέρες μας ούτε ότι όλοι και όλες που γράφουν
είναι κομμάτι αυτού του κόσμου. Ίσα ίσα, θα βρεις απίστευτα πράγματα φτιαγμένα
σήμερα και τώρα, συγκλονιστικές απόπειρες και περιπετειώδεις πειραματισμούς,
αλλά όσοι και όσες συνάντησα σε αυτή τη συνομοταξία δεν φάνηκε να διαθέτουν τα
νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα για αυτόν τον κόσμο. Στον κόσμο των λογοτεχνών
είμαστε όλοι ξένοι.
Σταματίνα: Ποιος
μπορεί, ποιος δεν μπορεί και ποιος οφείλει να τα βάλει με την κίνηση της
ιστορίας;
βα.αλ.: Είναι πολύ μακριά από
την ψυχοσύνθεση μου και την πολιτική μου θεώρηση το να αναθέτω καθήκοντα και δη
ιστορικής βαρύτητας. Από την άλλη, προφανώς, κάποια στιγμή θα πρέπει να
κάτσουμε όμορφα και ωραία να ξεχωρίσουμε τους πληθυντικούς και τους ενικούς,
καθώς και το πότε αυτοί αφορούν την μορφή και πότε το περιεχόμενο. Δηλαδή, η
διαδήλωση είναι ενικός στη μορφή αλλά ακόμα πιο προφανώς πληθυντικός στο
περιεχόμενο. Με την ίδια ακριβώς σημασία στέκονται και τα πολιτικά υποκείμενα
μέσα στην ιστορία. Ο άνθρωπος που σταμάτησε τα τανκς στην Τιενανμεν δεν είναι
«ατομικότητα», δεν στάθηκε μόνος του απέναντι τους, σαν μορφή εμπεριείχε τον πληθυντικό
ενός Πεκίνου που εκείνες τις μέρες ήταν όλο στους δρόμους και στις πλατείες. Ως
εκ τούτου, οφείλουμε να βλέπουμε τους ενικούς ως φορείς πληθυντικών και του
πληθυντικούς μέσα στο πλέγμα των σχέσεων που είναι η πολιτική (ο τρόπος των
ανθρώπων δηλαδή να ζουν σε κοινότητες).
Ο Νικήτας, λοιπόν, είναι μια παραβολή,
ένας τέτοιος ενικός που εμπεριέχει πληθυντικούς. Το ίδιο σχεδόν και κάθε ήρωας
στο «Ένα δέκατο του 8». Ενικοί με πληθυντικές σημασίες. Πληθυντικές σημασίες σε
ένα πλέγμα σχέσεων. Σχέσεις σε ένα άστυ με τους νόμους που το διέπουν.
Και για να απαντήσω και στο ερώτημα σας
για να μην υπάρχει υπόνοια ότι υπεκφεύγω: με την ιστορία τα βάζει όποιος
γουστάρει, όποιος νιώθει ότι μπορεί να το κάνει και όποιος είναι αρκετά
αποφασισμένος.
Σταματίνα: Στο νουάρ
σας η πολιτική από εξωτερική πραγματικότητα γίνεται προσωπική υπόθεση. Ποια τα
όρια της πολιτικής παρέμβασης μέσω της λογοτεχνίας;
βα.αλ.: Άπειρη και μηδαμινή
φυσικά. Και ακόμα πιο φυσικά, αυτή εξαρτάται από τα υποκείμενα της. Εδώ θέλω να
επισημάνω κάτι στην οπτική που κοινώς υπάρχει για κάποιον που «παρεμβαίνει
πολιτικά» διαμέσου μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Καταρχήν, οι προθέσεις, έτσι
και αλλιώς, δεν είναι αρκετές, κατά δεύτερον το ότι κάποιος παρεμβαίνει - όσο
καλά κι αν το έχει σχεδιάσει νοερά- δεν σημαίνει και ότι δεν θα οδηγηθεί και να
πει και να κάνει μαλακίες. Λογικό και κατανοητό και χωρίς ίχνος κατηγορίας. Επί
του προκειμένου, στο «Ένα δέκατο του 8» επεδίωξα να πω ένα παραμύθι, με πολύ
σαφή πράγματα στο μυαλό μου. Όσο καλές και να είναι προθέσεις μου όμως, όσο
τέλειες και να είναι οι πολιτικές μου απόψεις αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγραψα
και βλακείες, ότι δεν απέτυχα σε κάποια πράγματα τα οποία ήθελα να πω, ότι
παρέμεινα άτολμος σε κάποια άλλα ή ότι μπορεί να ήμουν λίγο τεμπέλης εκεί που
άνοιγαν κάποιες προοπτικές. Στο μυαλό μου, έτσι και αλλιώς, ουδείς εξιλεώνεται
για την τέχνη του επειδή στη ζωή του μπορεί ενδεχομένως να πολεμά για το δίκαιο
και για άλλα καλά για την ανθρωπότητα. Και επιπλέον, επιτέλους ας
απενοχοποιηθεί το λάθος, η κριτική και το «μεγάλε, σόρι αλλά λες μαλακίες». Και
στην τελική όποιος ξανοίγεται σε άγνωστες θάλασσες και σε ανεξερεύνητες
γεωγραφίες και σε υφάλους θα πέσει και σε γκρεμούς. Έτσι πάει, που/όπως έλεγε
και ο συχωρεμένος.
Σταματίνα: Τι διαχωρίζει έναν χάρτινο ήρωα από έναν εκάστοτε σύγχρονο και
καθημερινό; Ποιες προοπτικές επιφυλάσσει και ποιους κινδύνους αποσοβεί η
χάρτινη υπόσταση;
βα.αλ.: Δε νομίζω ότι τους
διαχωρίζουν και πάρα πολλά πράγματα. Και οι δύο τύποι ηρώων υπόκεινται λίγο
πολύ στους ίδιους κανόνες εκμετάλλευσης και κυριαρχίας και περίπου με τον ίδιο
τρόπο ένας χάρτινος και ένας υπαρκτός ήρωας θα βρεθεί να επιτελέσει κάποιο
καθήκον ή έναν κάποιο ιστορικό προορισμό. Οι χάρτινοι ήρωες είναι, βέβαια, πιο
τραγικοί ως πιο αθώοι, ως λιγότερο σάρκινοι, ως λιγότερο υλικοί, ενώ οι
καθημερινοί ήρωες, μάλλον, συνήθως πιο ξενέρωτοι και πάντα πιο απογοητευτικοί.
Βλέπω όλους τους λογοτεχνικούς ήρωες ως
εργάτες, ως υποκείμενα που έρχονται να επιτελέσουν ένα έργο, να κάνουνε μια
βρωμοδουλειά. Και ο δημιουργός τους προφανώς είναι ο εργοδότης τους. Και όπως,
φυσικά , μπορεί να καταλάβει κανείς, όπου υπάρχει σχέση εργοδότη, εργαζόμενου
υπάρχει και ταξική πάλη. Και εκεί είναι κατά τη γνώμη μου το σημείο που
αναδεικνύονται οι πιο ενδιαφέροντες λογοτεχνικοί ήρωες, στο πώς εκδηλώνεται η
σύγκρουση μεταξύ δημιουργού και ήρωα. Και ναι, προφανώς , δεν λέω κάτι
δραματικά καινούριο πέρα από το να παραπέμπω στο σχήμα του μύθου του Δρ.
Φρανκενστάιν και του τέρατος του.
Οι χάρτινοι ήρωες είναι λογικές μηχανές,
δημιουργημένες από άλλους ανθρώπους. Και ως τέτοιες πάντα θα κουβαλούν το
ερωτηματικό της εξέγερσης τους ενάντια στο δημιουργό τους.
Σταματίνα: Παρακολουθούμε τον Νικήτα να παίρνει το δίκαιο στα χέρια του. Μία αρκετά
ριζοσπαστική και αμφιλεγόμενη αντίδραση. Τι ρόλο παίζει για σας η επίθεση στην
διαδικασία της εξάρθρωσης συστημάτων;
βα.αλ.: Δεν παίρνει το δίκαιο
στα χέρια του ο Νικήτας. Αν απονέμεται μια όποια δικαιοσύνη, πράγμα το οποίο
στο βιβλίο πρόθεση μου ήταν να υπάρχει ως ένα τεράστιο ερωτηματικό, αυτό είναι
το αποτέλεσμα των πράξεων του όχι η αιτία. Ο Νικήτας ζει με έναν τρόπο που του
διαφεύγει. Άλλωστε στις περισσότερες των περιπτώσεων μάλλον είναι το θύμα
που αποφασίζει να υπερασπιστεί τον εαυτό του παρά ο υπερήρωας εκδικητής που
απονέμει δικαιοσύνη δεξιά και αριστερά, πράγμα που έτσι και αλλιώς δεν το
κάνει, δηλαδή, μιας και την πληρώνουν και αθώοι και άμεσα και έμμεσα.
Γενικώς, έτσι και αλλιώς δεν είμαι
οπαδός της επίθεσης, θεωρώ πιο αποτελεσματικό το να αποφασίζεις να ακολουθήσεις
μια διαδρομή και να συγκρουστείς όποτε χρειάζεται, παρά το απλά να βγαίνεις
στην επίθεση. Με άλλα λόγια, η επίθεση ως μέρος μιας στρατηγικής όχι ως μέρος
ενός θυμικού «α εκεί είναι ο εχθρός πάμε να του την πέσουμε». Προφανώς αυτό
ανοίγει μια τεράστια συζήτηση που έτσι και αλλιώς δεν είναι μόνο λογοτεχνική. Πόσο
ετεροκαθορίζονται ακόμα και οι πιο επαναστατικές μας πράξεις από τον αντίπαλο;
Κατά πόσο κάτι είναι δική αυθεντική υποκειμενική επιθυμία και κατά πόσο το
αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής συνθήκης;
Πάντως, ήθελα ο Νικήτας όχι να πάρει το
δίκαιο στα χέρια του, αλλά να ακουμπήσει την αλήθεια της ζωής του. Με ένα τρόπο
το ερώτημα δεν είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά αν έχει νόημα η δικαιοσύνη σε
έναν βαθιά άδικο κόσμο. Εννοείται, φυσικά, ότι το κατά πόσο κάτι τέτοιο
απαντιέται, αφήνεται καθώς λεν, στην κρίση του αναγνώστη.
Σταματίνα: Ο
Παναγιώτης Κονδύλης υποστηρίζει ότι «Οι μικροαστοί δεν είναι ποτέ κυνικοί: η
πίστη στην ύπαρξη και στη χρησιμότητα των γενικώς αποδεκτών κανόνων ηθικής τους
παρέχει ένα αίσθημα πρόσθετης ασφάλειας.». Είναι ο κυνισμός μία ένδειξη
σχολαστικής παρατηρητικότητας; Είναι το εκφραστικό σχήμα που επιτρέπει στον
καταπιεζόμενο να ερμηνεύσει τη θέση του ή μία πηγαία αντίδραση σε συνθήκες
ακραίας πίεσης;
βα.αλ.: Η αλήθεια είναι ότι
δεν ξέρω αν διαφωνώ απόλυτα ή συμφωνώ απόλυτα με αυτό που λέει ο Κονδύλης, και
αν ήμουν αρκετά κυνικός θα απαντούσα και τα δύο. Και αν με διακατείχε αρκετή
ειρωνεία, θα απαντούσα τίποτα από τα δύο. Μου είναι λίγο αδύνατο να δω τον
κυνισμό ξέχωρα από την ειρωνεία. Τουλάχιστον, σε ότι αφορά τη χρήση που θα τους
κάνω εγώ. Γιατί αν ο κυνισμός από τη μια είναι μια καθαρή ματιά στο υπάρχον,
και σε αυτό θα συμφωνήσω μαζί σας σε ότι αφορά την παρατηρητικότητα, η ειρωνεία
είναι αυτή που του επιτίθεται και τον αποσαθρώνει. Αν ο κυνισμός είναι η
αρσενική ματιά στον κόσμο, η δύναμη ή ο ορισμός, η ειρωνεία είναι η θηλυκή
ματιά είναι αυτή που θα λύσει, θα τραβήξει το χαλί και θα ανοίξει τις
προοπτικές στην μυωπική αλλά χρήσιμη οπτική του κυνισμού.
Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, η στάση μου
δεν μπορεί να είναι άλλη παρά διαλεκτική. Μου είναι σχεδόν αδύνατο στη
διατύπωση μιας θέσης, στην περιγραφή μιας κατάστασης, στην εξέλιξη μιας
ιστορίας να μην υπάρχουν αντιφάσεις και συγκρούσεις.
Τώρα για να απαντήσω στο δεύτερο ερώτημα
σας, ο κυνισμός στο μυαλό μου είναι μάλλον μια έκρηξη καθαρής συνείδησης του
κόσμου που μας περιβάλλει παρά κάποια ερμηνεία μιας θέσης. Νομίζω ότι θα ήταν
πολύ απλός ο κόσμος μας αν του αρκούσε ο κυνισμός για την κατανόηση του. Και
εδώ θα βάλω τη διαλεκτική και σε αυτό που λέει ο Κονδύλης: η κατάδειξη ενός
κόσμου όχι όπως νομίζουν τα υποκείμενα του ότι είναι αλλά όπως πραγματικά
είναι.
Αυτό, άλλωστε, είναι και η πιο δυνατή
παράδοση όλων των αστυνομικών, νουάρ και neopolarαφηγήσεων, όπου μονίμως στο
επίκεντρο της αφήγησης φανερώνεται ο κόσμος πίσω από την κουρτίνα, πίσω από τα
φιμέ τζάμια, πίσω από τα παραβάν και τις μεγάλες γυάλινες λαμπερές επιφάνειες
των σύγχρονων μητροπόλεων.
Πληροφορίες Βιβλίου
του βα.αλ.
- Τίτλος:
Το ένα δέκατο του 8
- Συγγραφέας:
βα.αλ.
- Εκδόσεις:
Κινούμενοι Τόποι
- Χρονολογία
Έκδοσης: Ιούνιος 2015
- Αριθμός
Σελίδων: 182
- Διαστάσεις:
21×14
- Εξαντλημένο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου