Ο ξηρός αέρας της έγδερνε τα πνευμόνια. Ένιωθε σαν κάθε ένας από τους πόρους του δέρματός της να διψούσε. Η Ιφιγένεια μάζεψε τα μαύρα της μαλλιά, τύλιξε σφιχτά το κόκκινο φουλάρι μπροστά από το πρόσωπό της κι άρχισε να περπατάει πάλι. Λίγα βήματα μπροστά της, ένα κοριτσάκι, ήταν δεν ήταν οχτώ ετών. Οι πυκνές μαύρες πλεξούδες της και τα μαύρα μάτια της ήταν τα μοναδικά χαρακτηριστικά που δεν κάλυπτε το δικό της, μωβ φουλάρι. Θα μπορούσε να ήταν η κόρη της, σκέφτηκε. Δεν ήταν όμως.
“Πόση ώρα μέχρι να φτάσουμε στο καταφύγιο;” ρώτησε η Ιφιγένεια . Το κοριτσάκι την κοίταξε, σχεδόν με λύπηση στα μάτια. Δεν απάντησε. Η Ιφιγένεια ξεροκατάπιε. Κατάλαβε. Είχαν πολύ δρόμο ακόμα.
Ερείπια γύρω τους, άδειοι δρόμοι. Κάτω, ανάμεσα στα χαλάσματα, διακρίνονταν πού και πού κάποιες σκουριασμένες, σπασμένες επιγραφές. “Καφεκοπτείο” έλεγε μια από αυτές. “Ηλεκτρικά είδη” μια άλλη πιο πέρα. Ηλεκτρικά είδη... Η νεαρή γυναίκα χαμογέλασε ασυναίσθητα. Πόσο καιρό είχε να δει ηλεκτρική συσκευή να χρησιμοποιείται... Μήνες; Χρόνια; Σίγουρα πολύ καιρό.
Θυμόταν τα παλιά τα χρόνια, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο. Όλοι οι συνομήλικοί της είχαν από ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι. Μπαίνανε στα δωμάτια και άναβαν τα φώτα μ’ ένα διακόπτη. Τρόφιμα άφθονα αποθηκεύονταν μέσα σε ψυγεία. Βλέπανε εικόνες, ζωγραφιές, μουσικές, ταινίες. Είχαν επικοινωνίες. Όλα ήταν ηλεκτρονικά. Σίγουρα, ο κόσμος δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Οι άνθρωποι πάντα της φαίνονταν σαν άξεστοι, άγριοι, σα να διψάνε για αίμα διαρκώς, δολοφονίες, εκμετάλλευση, φανατισμός, όμως... Όμως ήξερε ότι ήταν εκεί. Ο κόσμος. Άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες ήπειροι. Άλλοι πολιτισμοί. Ανάθεμα κι αν ήξερε πια τί συνέβαινε εκατό χιλιόμετρα μακριά της. Μόνο φήμες.
Τα ερείπια ήταν πίσω τους πια. Είχαν βγει στην ύπαιθρο. Τη θυμόταν πιο πράσινη.
“Από πού είσαι;” ρώτησε η Ιφιγένεια.
“Από εδώ. Πού αλλού;” απάντησε με μια παιδική αφέλεια - μα και μια γερασμένη απόγνωση ταυτόχρονα - η μικρή.
“Θυμάσαι καθόλου-”
“Καλύτερα να προχωράς, αν θες να φτάσουμε πριν πέσει η νύχτα,” τη διέκοψε.
Τα βήματά της σχεδόν τα έσερνε από την εξάντληση και την πείνα. Ώρες είχαν περάσει ήδη. Δεν ήθελε όμως να περάσει κι άλλη νύχτα έξω. Την προηγούμενη νύχτα το υποσχέθηκε στον εαυτό της. Ήθελε να βρει πάλι ζεστασιά. Φαγητό. Ανθρώπους. Είχε βαρεθεί να βρίσκει λίγες ρίζες εδώ κι εκεί. Είχε κουραστεί ν’ αγωνιά αν είχαν ποτίσει από το δηλητήριο, αν θα ξυπνούσε την άλλη μέρα. Ήταν ευχής έργο που τη βρήκε στα χαλάσματα η μικρή. Και το καταφύγιο... Επιτέλους βρήκε ένα, το ήξερε ότι κάπου θα υπήρχε, κάπου θα είχαν οργανωθεί επιζώντες! Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.
Το απόγευμα τις βρήκε να περνάνε ένα μακρύ αυτοσχέδιο φράχτη. Πέτρες, μπετόνια, κουτιά, κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, είχαν στοιβαχτεί σε ύψος πάνω από δυο μέτρα. Το μήκος του δεν μπορούσε να το καθορίσει. Ίσως ήταν δέκα μέτρα. Ίσως εκατοντάδες. Η ομίχλη είχε σκεπάσει τον ορίζοντα. Προσπαθούσε να θυμηθεί αν ήταν πάντα έτσι η ομίχλη. Δε θυμόταν. Ξηρή κι αυτή, άνυδρη, νεκρή, σα να σηκώθηκε κάμποσο χώμα από Τότε - κι απλά έμεινε εκεί μετά, αιωρούμενο.
Η μικρή πέταξε τρία πετραδάκια σε έναν τενεκέ, το ένα μετά το άλλο, κι έκανε λίγα βήματα πίσω. Η Ιφιγένεια ακολούθησε το παράδειγμά της. Μια φιγούρα κινήθηκε μέσα στην ομίχλη, στην άκρη του ματιού της. Γύρισε το κεφάλι, αλλά δεν πρόλαβε να τη δει. Ξαναγύρισε να ρωτήσει τη μικρή οδηγό της. Δεν την έβλεπε πια.
“Ελπίδα;”
Καμιά απόκριση. Φώναξε πιο δυνατά.
“ΕΛΠΙΔΑ!”
Τίποτα.
Ένα κλικ αντήχησε μέσα στην ομίχλη. Έπειτα, ένας κρότος.
Και μετά, σκοτάδι.
***
“Την κέρδισες τη μερίδα σου πάλι.” μούγκρισε ο ξερακιανός άντρας με την καραμπίνα.
Τίναξε τις πυκνές πλεξούδες της πίσω κι έμπηξε τα δόντια της στο ψημένο κρέας. Η φωτιά τρεμόπαιζε μέσα στο σκουριασμένο βαρέλι. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά.
Ανασηκώνοντας τους ώμους, απάντησε τελικά.
“Για σήμερα. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθεί κυνήγι...”
Ο ξερακιανός φίλησε το κοριτσάκι στο κεφάλι.
“Κανένας. Θ’ ανέβω το πρωί στον Πύργο να δω με τα κυάλια. Αλλά σήμερα την κέρδισες.”
Πηγή: Ελπίδα | Βόρειος Άνεμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου