Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Το παλιό αρχοντικό | Ελπίδα Δημοπούλου

Πόσοι από σας δεν θυμούνται τους παιδικούς εφιάλτες του; Ακόμα και τώρα μιλάμε για τον φοβερό και τρομερό  " Μπαμπούλα" που στοιχειώνει τα παιδικά όνειρα. Όλοι έχουν κάτι που θα προκαλούσε τρόμος. Και ο τρόμος γεννά την περιέργεια. Τι κρύβεται κάτω από το κρεβάτι; Τι να βρίσκεται μέσα στην ντουλάπα; Τι να είναι άραγε αυτή η σκιά; Είναι όντως στοιχειωμένο το αρχοντικό στο τέλος του χωριού;

   Οι ιστορίες για το παλιό διώροφο αρχοντικό ήταν αυτό που γέμιζε τις βαρετές καλοκαιρινές νύχτες στο χωριό. Ιστορίες για φαντάσματα, για φωνές που ηχούν σαν κραυγές στο αυτί όποιου περάσει το κατώφλι, για παγιδευμένες ψυχές που τριβελίζουν το σώμα σου, αλλά και για αίματα στους τοίχους που φανερώνουν τα βίαιο τέλος της οικογένειας.

   Οι γηραιότεροι  περνούν μπροστά και κάνουν το σταυρό τους. Οι γονείς περνούν βιαστικά με τα παιδιά τους. Φοβούνται τις ερωτήσεις των παιδιών και τρέμουν μην τους ξεφύγει η αλήθεια.
    Ο φόβος ξυπνά την περιέργεια και δεν χαλιναγωγείται. Το να μπω μέσα στο αρχοντικό ήταν απλά θέμα χρόνου. Περίμενα να έρθει το ψυχοσάββατο και να ρίξω την ιδέα στο τραπέζι. Στο άκουσμα του καλέσματος όλοι χλόμιασαν. "Όποιος μπαίνει, δεν ξαναβγαίνει", είπαν και κίνησαν βιαστικά προς το χωριό σαν να τους φώναζε η μητέρα ότι έχει περάσει η ώρα. Και ας ήταν μόνο 8 το βράδυ.
   Ώρα για να ξεπεράσω το φόβο μου και να ταΐσω την περιέργειά μου. Πέρασα την μεγάλη σιδερένια εξώπορτα και ακολούθησα το πέτρινο μονοπάτι. Τα βήματά μου με οδήγησαν μπροστά στο αρχοντικό. Η ξύλινη πόρτα ήταν σχεδόν ετοιμόρροπη και μόνο με το άγγιγμα παραδόθηκε και άνοιξε, σαν να με καλωσόριζε στο σπίτι.

   Δεν έχει νυχτώσει εντελώς και με την βοήθεια του φαναριού μου, η θέα του σπιτιού φαινόταν καθαρά. Μεγάλος πολυέλαιος και στο τέλος του διέκρινες μικρά κρυσταλλάκια και σκόνη. Το ταβάνι ήταν  ντυμένο με γυψοσανίδα και το πάτωμα με μωσαϊκό. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε μια ξύλινη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Τίποτα δεν φάνταζε ότι εδώ μέσα είχε γίνει ένα φρικτό έγκλημα.

  "Τους σκότωσε στο μεγάλο υπνοδωμάτιο", θυμήθηκα την κουβέντα του Νίκου που ήταν ο μεγαλύτερος στη  παρέα και έχει ακούσει για αυτό από τον αδερφό του παππού του.

    Ανέβηκα την σκάλα και έψαξα να βρω το μεγάλο υπνοδωμάτιο. Όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές, εκτός από μία. Προσπάθησα να την ανοίξω αλλά ήταν σφραγισμένη. Έβαλα το αφτί μου στην πόρτα και προσπάθησα να αφουγκραστώ το δωμάτιο. Κούνησα ξανά το πόμολο και έριξα το βάρος μου στην πόρτα.

   Άνοιξε και βρίσκομαι μέσα στο δωμάτιο. Κοιτά γύρω μου. Στην ταπετσαρία υπάρχει ακόμα το ξεραμένο αίμα. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να γίνω ένα με τον χώρο, να ακούσω τις φωνές που έλεγαν οι ιστορίες. Αντί για φωνές νοιώθω ρίγος και ένα πλάκωμα στην καρδία. Ένοιωθα ότι δεν είχα φωνή και η ανάσα μου ήταν παγωμένη. Εδώ μέσα υπάρχει πόνος και φόβος.

   Δεν ήθελα να ενοχλήσω και άλλο τις ψυχές. Έκλεισα την πόρτα και πήγα προς την σκάλα. Κατέβηκα στο ισόγειο και κίνησα να φύγω, έριξα μια βιαστική ματιά γύρω μου. Το βλέμμα μου κόλλησε σε μία φωτογραφία πάνω στο τραπέζι δίπλα στο σαλόνι. Μια φωτογραφία ενός στρατιώτη. Δεν φορούσε όμως τα επίσημα ρούχα του στρατού. Ήταν αντάρτης και ήταν ο πατέρας της οικογένειας.

   Τότε κατάλαβα. Δεν ήταν απλά φρικτό έγκλημα, ήταν προδοσία. Ήταν θύματα του εμφυλίου. Κάποιος από το χωριό μαρτύρησε στον ελληνικό στρατό ότι ο πατέρας ήταν αντάρτης και το τίμημα το πλήρωσε η μητέρα με τις δύο κόρες.

    Τότε θυμήθηκα τις γιαγιάδες που έκαναν το σταυρό τους έξω από το σπίτι χωρίς να κοιτάξουν προς το μέρος του. Τελικά το χωρίο δεν πονάει από την ιστορία του αρχοντικού , αλλά από την ιστορία της Ελλάδας. Από το αδερφικό αίμα που χάθηκε στο βωμό του εμφυλίου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου