Πράξη Τέταρτη.
Καθισμένη στον υπολογιστή της για ακόμα μία φορά, προσπαθούσε να εκμαιεύσει με σθένος, όλες εκείνες τις λέξεις που είχαν βαλτώσει στον οισοφάγο της, όλες εκείνες τις λέξεις που δεν κατόρθωσαν να βγουν. Σκεφτόταν όλα εκείνα που θέλησε, εκείνα που δε θέλησε. Εκείνα τα όνειρα που έκανε ένα κάποιο βράδυ, τις πράξεις που έμειναν κενές και τα βλέμματα. Τα αντρικά μάτια που την είχαν κοιτάξει και τον πόθο που είχε διακρίνει μέσα τους. Έφερνε στο μυαλό το βλέμμα του και ένιωθε ερεθισμένη. Πράξη και σχέση εξουσίας τούτες οι ματιές, οι χωρίς λέξεις. Πράξη και σχέση εξουσίας τούτο το άναρθρο δέσιμο.
Ένιωθε τρωτή, αδύναμη, ευάλωτη. Όλη της η κούραση είχε συσσωρευτεί σε ένα κουλουριασμένο σώμα στον καναπέ. Ένα σώμα, το οποίο κοιτούσε παθητικά, το οποίο της επέστρεφε τον οίκτο, με τον οποίο το αποδοκίμαζε. Οι μεγαλύτεροί της φόβοι στέκονταν εκεί και την κοιτούσαν. Οι μεγαλύτεροί της φόβοι γίνονταν πρόσωπα και άνθρωποι. Έτρωγαν διαθέσεις και γίνονταν τέρατα, θέριεβαν στη φαντασία της. Και όλη της τούτη η αδυναμία γινόταν θυμός. Πότε με όσα δε τόλμησε, πότε με όσα δε προσπάθησε, πότε με το συμβιβασμό και πότε με την αυτολύπηση. Ειδικά, τούτο το τελευταίο το σιχαινόταν περισσότερο από όλα. Όχι, όχι. Ήταν αρκετά περήφανη για να μπορεί να κλαίγεται. Ήταν αρκετά περήφανη, ακόμα και για να μπορεί να κλαίει. Όμως πλέον ήξερε. Είχε ξεκινήσει να χάνει ένα-ένα τα κομμάτια του παλιού της εαυτού. Είχε ξεκινήσει να σκοτώνει πρόχειρα, όλα εκείνα που βρήκε. Κάτι φωτογραφίες, κάτι στιγμές, κάτι άνθρωποι. Τα είχε βυθίσει όλα στο βάλτο που βρισκόταν, μέχρι πια να μη μπορούν να πάρουν ανάσα.
Είχε πια έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να αντιμετωπίσει εκείνα που ποτέ της δε τόλμησε. Η στιγμή που τάχα θα μιλούσε με τον εαυτό της. Ανέραστο τίποτα, κενό από συναισθήματα κορμί και περιπλανώσα καλπάζουσα σκέψη. Tέρμα και τέλμα μαζί. Και εκείνη η τάχα φευγαλαία περαστική σκέψη για το ποια πραγματικά ήταν, για το τι ήθελε να κάνει.
Σε κάποιο προηγούμενο κείμενό μου, είχα μιλήσει για την πίστη. Όταν η πίστη κλονίζεται, το εγώ συρρικνώνεται ή θεριέβει μέσα της. Ομόκεντροι κύκλοι σε λευκό καμβά. Όταν η πίστη ξεθωριάζει, το εγώ ψάχνει μια θέση στις ζωές των άλλων, ή μένει μετέωρο να αυτολογοκρίνεται. Και το χάος συνεχίζει να υπάρχει. Ένα χάος στο κεφάλι της, ένα χάος μέσα της, να της θυμίζει πως κάπου εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι. Υπάρχουν τάχα εκείνοι που κάποτε πίστεψαν σε αυτήν, που ακόμα πιστεύουν. Κι εκείνες οι ορέξεις ή επιθυμίες, εκείνα τα όνειρα και τα ονείρατα, τα οποία είχε δει ή ακόμα βλέπει.
Πατάει το mute για να μην ακούει τις σκέψεις της. Διαλέγει ένα κομμάτι του T.W., της το είχε στείλει κάποτε ο αγαπημένος της και βυθίζεται στη σκέψη του. Παίρνει στα χέρια της ένα βιβλίο και ξεκινάει να το ξεφυλλίζει. Κλείνει τη μουσική. Η ζωή τρέχει ενώσω εκείνη την παρατηρεί παθητικά. Παίρνει το παλτό της και φορά πρόχειρα ένα φουλάρι. Η ζωή είναι εκεί έξω. Και αυτή και ο αγαπημένος της. Τρέχει να τον συναντήσει. Έχουν ένα κόσμο να ανακαλύψουν μαζί. Κι αν η πίστη στο όνειρο έμεινε μετέωρη κι αν το εγώ ψάχνει ακόμα τη θέση του, ο μόνος τρόπος για να υπάρξουμε είναι μόνο μέσα στα βλέμματα των άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου