Αν μπορούσα θα φώναζα.
Θα έβγαινα στο μπαλκόνι
και θα φώναζα μέχρι ο λαιμός μου να μην αντέχει, μέχρι να ήμουν σίγουρη πως θα έμενα
βουβή για μέρες. Δεν θα με ένοιαζε που τα μάτια μου θα μελάνιαζαν ούτε που το λαρύγγι
μου θα πρηζόταν και θα έκλεινε. Σιγά. Όσο λιγότερες τρύπες, τόσο το καλύτερο. Θα
φώναζα, θα τσίριζα με όση δύναμη είχαν οι πνεύμονες μου. Δεν θα με ένοιαζε αν έσπαγαν.
Σιγά. Ποτέ δεν μπορούσα να βασιστώ πάνω τους, ούτως ή άλλως.
Όταν δεν θα έβγαινε
άλλος ήχος από μέσα μου θα έκλεινα τα μάτια μου στον κρύο αέρα που τρυπάει το σώμα
μου σαν χιλιάδες καρφίτσες. Σιγά. Δεν με νοιάζει που το πουκάμισο μου είναι μούσκεμα
και ο αέρας είναι παγωμένος. Δεν με νοιάζει γαμώτο. Δεν με νοιάζει. Όσο λιγότερα
ρούχα τόσο το καλύτερο.
Θα καθόμουν εκεί
να κερδίσω μια πνευμονία. Θα καθόμουν εκεί μέχρι τα μαλλιά μου να κολλήσουν σαν
μαύρη μάζα στο πρόσωπο μου. Θα έβρισκα
το ψαλίδι και θα τα έκοβα τα καταραμένα. Μαύρα φίδια μέσα στο νιπτήρα. Σιγά.
Εκείνος χάραζε βαθύτερα
απ' το ψαλίδι μου, εκείνος άγγιζε και άφηνε μελανιές. Εκείνος τιμωρούσε για δική
του ικανοποίηση και έπιανε έτσι που δεν είχες επιλογές. Ήσουν εκεί και ήσουν για
αυτόν.
Τα ρούχα του ήταν
μέρες μια στοίβα στο πάτωμα να μυρίζουν αλκοόλ και βανίλια. Καθόμουν και τα
έβλεπα μέσα στην ησυχία.
Στο σκοτάδι κλείνω
τα μάτια και νιώθω το κεφάλι μου να σπάει. Οι κρόταφοι μου πάλλονται και δεν μπορώ
να το ελέγξω και μένω να φωνάζω βραχνιασμένη την μητέρα μου και εκείνη ποτέ δεν
έρχεται.
Ποτέ δεν έρχεται. Κανείς ποτέ δεν έρχεται.
Καμιά μέρα θα βγω
στο μπαλκόνι και θα πετάξω. Θα δραπετεύσω από αυτό το δωμάτιο, από αυτό το κρεβάτι
που έχει το σχήμα του. Θα δραπετεύσω από το καταραμένο αυτό στρώμα. Θα κάψω ότι
έμεινε από αυτόν. Στην μέση του πατώματος θα βάλω τις καταραμένες φωτογραφίες
του και τα βιβλία του και τα τσιγάρα του. Θα τα ανάψω και θα μυρίζω τον καπνό του.
Θα κάθομαι εκεί
στην γωνία και θα γελάω. Θα καθρεφτίζομαι μέσα στην λίμνη από αλκοόλ στο πάτωμα
και θα γελάω. Θα γελάω.
Τον θυμάμαι να με
σφίγγει και να με πνίγει. Πάντα με έπνιγε και πάντα τον κοιτούσα στα μάτια όταν
το έκανε και ορκίζομαι πως πότε δεν είδα ίχνος στοργής. Μόνο όταν ηρεμούσε με
κερνούσε ποτά που δεν ήξερα κ με έπαιρνε αγκαλιά.
Θα χάσω το μυαλό
μου, όπως έχασα κ αυτόν.
Δεν θα έχει σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου