Βρίσκομαι στο σταθμό, τελευταίο τρένο, τελευταία μέρα, τελευταία απόφαση, το τελευταίο φευγιό…
Η σήμερα ή ποτέ.
Έτσι δεν κοροϊδεύω πάντα τον εαυτό μου;
Μέσα σε μικρότητες και υπεκφυγές, μέσα σε κενά βράδια διαλογισμού και άρνησης για το αποτέλεσμα. Ποιο αποτέλεσμα να μου πεις… σάμπως ξέρω το αποτέλεσμα του σήμερα; Αλλά μ’ αρέσει, μ’ αρέσει να έρχομαι σε αντιπαράθεση με τον εαυτό μου. Είναι αδύναμος και εγωιστής, πάντα θα βρίσκω εύκολα τον διακόπτη.
Τον διακόπτη που θέτει σε καραντίνα σκέψεις, συναισθήματα, αίσθηση. Τον διακόπτη που με έκανε να μισήσω που σ’ αγάπησα. Εκείνο τον διακόπτη που αναγράφει το όνομά σου. Αυτόν.
Βρίσκομαι στον σταθμό, παραδίπλα κάθεται ένας ηλικιωμένος. Δυνατός και σοβαρός άντρας, αποπνέει αρχοντιά μα κυρίως πόνο.
Θυμάμαι κάθε φορά όταν σε χάζευα από τον καθρέπτη του υπνοδωματίου, φανταζόμουν πως θα είναι η ζωή μας σε 50 χρόνια, εσένα πιο ήρεμο από ποτέ, να σε έχει προδώσει ο χρόνος μα παρ’ όλα αυτά να παραμένεις το άνθος μου και εγώ στην ίδια στάση, χαρακωμένη και αλλοιωμένη να σε κοιτάω μέσα από τον ίδιο καθρέπτη.
Ύστερα κοιτάω αυτόν, τον ξένο γεράκο, να κάθεται απορημένος και να χαζεύει ένα παλιό τρένο, όσο είναι και η ηλικία του περίπου. Πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύει την θλίψη του, το παράπονο, την ρυτίδα στο δεξί μάτι, το χτυπημένο χέρι. Πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύω εσένα.
Σάββατο βράδυ και το σούρουπο πέφτει πιο σκοτεινό από ποτέ. Ακούω μόνο δυο ανάσες και κάτι φύλλα να χορεύουν στο πάτωμα. Έχουμε μείνει εγώ κι αυτός στο σταθμό, κανείς δεν λέει κουβέντα, απλά στεκόμαστε και περιμένουμε αποχαυνωμένοι. Περιμένουμε το τελευταίο τρένο, την τελευταία μέρα, την τελευταία απόφαση, το τελευταίο φευγιό…
Η σήμερα ή ποτέ.
Γυρνάμε και κοιταζόμαστε.
Ο διακόπτης άνοιξε… 50 χειμώνες μετά, 50 καλοκαίρια πριν.
Αναγράφει το όνομα σου.
Το σκουριασμένο τρένο ανάβει την μηχανή και φεύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου