Είπανε πως θα μας μοιράζανε λέει λίγα λόγια. Τα περιμέναμε στα γόνατα με τη γλώσσα έξω κρεμασμένη δυο πήχες σαν του σκύλου κι έκανε ζέστη αφόρητη, να σου κάθεται στο σβέρκο ο ιδρώτας κι ο ήλιος στο μέτωπο ίσια σαν σταυρός Από τον Σκηνοθέτη μόνο το χέρι είχαμε δει κι αυτό όχι ολόκληρο τις άκρες μόνο των δαχτύλων.Είχε στον δείκτη μιαν ελιά. Εμείς δεν το ‘χαμε δει με τα μάτια μας αλλά το λέγανε οι άλλοι κομπάρσοι μεταξύ τους μα κι αυτό σιγανά γιατί δεν είχανε λόγια. Δεν έπρεπε καθόλου λέει να μιλάμε μοναχά να ανοιγοκλείνουμε το στόμα μας έπρεπε, όπως τα ψάρια, τάχα πως συζητούσαμε.
Υπήρχαν άλλοι, πιο αρχάριοι από εμάς, που δεν έπρεπε καθόλου να χωρίσουνε τα χείλη τους και τα κρατούσανε σφιχτά μην τους ξεφύγει καμιά λέξη.
Ο Σκηνοθέτης έβγαλε το μικρό του δάχτυλο πίσω από τον χοντρό γυάλινο τοίχο, όπου εμείς όλοι καθρεφτιζόμασταν μόνο και τίποτε άλλο δεν βλέπαμε, κι έγνεψε τρείς φορές.
Σα να ‘δειχνε μας φάνηκε τρείς από μας, αναθαρρέψαμε και ταραχτήκαμε. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που νιώσανε να χάσουνε τον κόσμο κι άλλοι που είπανε «καλύτερα βουβοί παρά τέτοιο κακό». Δυο τρείς ακόμα λιποθύμησαν ολότελα κι οι Βοηθοί άδειασαν επάνω τους κουβάδες με νερό για να συνέλθουν.
Ήτανε σοβαροί μέχρι θανάτου εκείνοι οι Βοηθοί τόσο που αποκλείαμε το ενδεχόμενο να σκέφτονται και να υποφέρουνε όμοια με μας στον ήλιο κι ας ιδρώνανε το ίδιο ακριβώς τα βλοσυρά τους πρόσωπα όπως και τα δικά μας.
Προσέξαμε ακόμα την αγωνία τον χεριών τους όσο που περιμέναμε όλοι την απόφαση και τρέμανε τα στιλό και οι καφέδες.Μονάχα μια ατάκα κι όλοι οι άλλοι θα παραμέναμε βουβοί.Δεν ήταν εύκολη μήτε η ήττα μήτε η νίκη κι ούτε μας ήτανε ξεκάθαρο τι από τα δύο ήταν τι. Επικράτησε για λίγο σιωπή κι άκουγες από κάτω το αίμα μας να φουσκώνει στην καρωτίδα.
«Μπα, τίποτα δεν ήταν τελικά»
Μας ψιθύρισε ο πλέον χαμηλόβαθμος Βοηθός.
«Το δαχτυλάκι του να ξεμουδιάσει ήθελε ο Σκηνοθέτης για λίγο»«Το δαχτυλάκι του;» ψιθυρίσαμε κι εμείς σαν βλάκες και δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Η βαβούρα ανεπαίσθητη σαν βουητό μικρών εντόμων ενόχλησε το ευαίσθητο αυτί του Σκηνοθέτη,κάτι σαν πολεμική ιαχή ή σαν κραυγή λιονταριού μας υπενθύμισε πως έπρεπε να τηρήσουμε την ψαρίσια σιγή μας.
Συγκλονισμένοι από το άκουσμα της φωνής Του χωρίς να μπορούμε να συγκρατήσουμε έστω και τη φευγαλέα μνήμη του ακούσματός της, σωπάσαμε πασχίζοντας μάλιστα εξ’αιτίας του μεγάλου μας ζήλου να γίνουμε αόρατοι.
Μοναχά δυο ή τρείς συνέχισαν να ορθώνουν το ανάστημα τους βαστώντας ανάμεσα στα δόντια τους ακούραστοι κάποια ελπίδα ακόμη, μη θέλοντας να την εγκαταλείψουν μιας που το δάχτυλο του Μέγα Σκηνοθέτη, όπως και να ‘χει ,πραγματικά είχε δείξει προς το μέρος τους για μια στιγμή.
Η προσμονή τους ανταμοίφθηκε πράγματι όταν ο Σκηνοθέτης σε ανύποπτο χρόνο την στιγμή που οι περισσότεροι από εμάς πολύ λίγο το περιμέναμε αμόλησε δυο τρία χαρτιά πάνω από τον γυάλινο τοίχο προς την πλατεία και βρυχήθηκε σα να ‘λεγε «Να πάρτε και πολύ σας είναι, αυτό σας φτάνει.»Σκύψαμε όλοι το κεφάλι ασυνήθιστοι στο να αγγίζουμε πράγματα που είχαν αγγίξει τα δικά Του χέρια. Τα φύλλα πέταξαν σύριζα στο δέρμα του αυχένα μας σαν ισχνά πουλιά ή σαν κόψεις λαιμητόμου.
Υπομείναμε καρτερικά το ενδεχόμενο του θανάτου μας από απαγχονισμό ενώ οι Τρείς Θαρρετοί έτρεξαν μπροστά σαν τα σκυλιά κι ο ένας πρόφτασε κι άρπαξε τα φύλλα ανάμεσα στα δόντια του με μια έκφραση οδυνηρή λες και τον έκαιγαν, τρέμοντας ολόκληρος και με δάκρυα στα μάτια.
Δε πρόφτασε όμως να τα κρατήσει στα χέρια του, πέσανε πάνω του οι άλλοι δυο και τον ξεσκίσανε.
Τον κόψανε στη μέση με τα δόντια τους και τα χαρτιά γέμισαν αίμα.
«Άντε να τα διαβάσεις τώρα» είπανε μεταξύ τους οι Βοηθοί πολύ σιγά μα εμείς ακούσαμε.Μα ο Πρώτος από αυτούς με το κεφάλι πιο ψηλά από το ύψος της μύτης του και χωρίς να πει κουβέντα πήρε το χαρτί στα χέρια του προσέχοντας μη λερωθούν από τα αίματα τα δερμάτινα γάντια του και διάβασε με καθαρή φωνή που μας εντυπωσίασε όλους«ΠΑΥΣΗ». Έκπληκτοι και βαριανασαίνοντας διαβάσαμε κι εμείς με τη σειρά μας τη λέξη χωρίς να βγάλουμε άχνα.
Ήτανε μια λέξη πλαγιαστά γραμμένη σαν οδηγία σκηνοθετική.
Επιστρέψαμε σκυφτοί στις θέσεις μας.
Το γέλιο του Σκηνοθέτη ερχόταν από τα βάθη του γυάλινου τοίχου και έπεφτε με βία στη ραχοκοκαλιά μας. Μας φάνηκε πως ολοένα και δυνάμωνε κι απλωνότανε στο χώρο, τόσο που δεν αντέξαμε και φράξαμε τα αυτιά μας με τα χέρια.
Όμως ακόμη και τότε το γέλιο εισχωρούσε στα βουβά σπλάχνα μας και τα έκανε να τρέμουν. Οι Βοηθοί άρχισαν πάλι να πηγαινοέρχονται όπως ακριβώς θα έπρεπε να πηγαινοέρχεται ένας Βοηθός, με σηκωμένα μανίκια και τη ρυτίδα της σοβαρής απασχόλησης ανάμεσα στα μάτια χωρίς τίποτα σαφές να κάνουν στην πραγματικότητα.Το καταξεσκισμένο σώμα του Τρίτου Κομπάρσου το πήρε ο αέρας από τη μέση σαν ένα κομμάτι τσαλακωμένης προχθεσινής εφημερίδας.
Να έγραφε άραγε το αίμα του τα νέα του καιρού μας;
Δεν πρόσεξε κανείς, καθώς τα λόγια ενός κομπάρσου δεν γίνονται ποτέ αντιληπτά. Έτσι, μονάχες τους ανοιγοκλείνανε οι σάρκες του με τον αέρα όμοια με τα βράγχια του ψαριού. Πέρασαν χρόνια.Οι Μεγάλοι Πρωταγωνιστές έφυγαν, όπως φεύγουν οι μεγάλες μπόρες, κι άφησαν τη νύχτα και τα βρεγμένα κορμιά των κομπάρσων να ξαπλώνουν στο έδαφος.
Αν τους εξέταζε κανείς ύστερα από τόσα χρόνια θα έβρισκε τα φωνητικά τους όργανα εξασθενημένα και την ικανότητα της ομιλίας μιας που σε τίποτα δεν τους χρησίμευσε ποτέ να έχει αυτοκαταργηθεί. Στη θέση των πνευμόνων τους αναπτύχθηκαν ατροφικά βράγχια ψαριού. Εξόριστοι στεριάς και θάλασσας, οι κομπάρσοι κατέφυγαν στις μπόρες κι όταν αυτές κόπασαν ανήμποροι να μάθουνε κολύμβηση πέθαναν εκεί στη στεριά από ασφυξία κάτω από το επίμονο γέλιο του Σκηνοθέτη και τη αγωνία της προσμονής ριζωμένη στα βάθη της κοιλιάς τους.Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα των κομπάρσων φίλοι μου, κι όπως και να ‘χει, πρέπει να μάθετε πως πίσω από τον γυάλινο τοίχο δεν υπήρχε Σκηνοθέτης.
Μοναχά το δαχτυλάκι ενός Βοηθού που ξεχασμένος έπαιζε τρίλιζα και το επίμονο γέλιο ενός οδοκαθαριστή που του άρεσε να σκίζει σελίδες με σκηνοθετικές οδηγίες και να τις πετάει στον αέρα. Οι Βοηθοί πεπεισμένοι κι αυτοί πως κάπου ανάμεσα τους υπήρχε το πνεύμα του Μεγάλου Σκηνοθέτη πρόσμεναν ακατάπαυστα τις αποφάσεις του, που δεν ήταν άλλο από τυχαία συμβάντα, κι ακόμα εκτελούσαν πιστά τις προσταγές του.Συνήθως δεν ήταν παρά σποραδικά ρεύματα αέρα που παράσερναν χαρτιά και τάχα κατεδείκνυαν τυχαίες κατευθύνσεις και οδούς.
Υπήρχαν άλλοι, πιο αρχάριοι από εμάς, που δεν έπρεπε καθόλου να χωρίσουνε τα χείλη τους και τα κρατούσανε σφιχτά μην τους ξεφύγει καμιά λέξη.
Ο Σκηνοθέτης έβγαλε το μικρό του δάχτυλο πίσω από τον χοντρό γυάλινο τοίχο, όπου εμείς όλοι καθρεφτιζόμασταν μόνο και τίποτε άλλο δεν βλέπαμε, κι έγνεψε τρείς φορές.
Σα να ‘δειχνε μας φάνηκε τρείς από μας, αναθαρρέψαμε και ταραχτήκαμε. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που νιώσανε να χάσουνε τον κόσμο κι άλλοι που είπανε «καλύτερα βουβοί παρά τέτοιο κακό». Δυο τρείς ακόμα λιποθύμησαν ολότελα κι οι Βοηθοί άδειασαν επάνω τους κουβάδες με νερό για να συνέλθουν.
Ήτανε σοβαροί μέχρι θανάτου εκείνοι οι Βοηθοί τόσο που αποκλείαμε το ενδεχόμενο να σκέφτονται και να υποφέρουνε όμοια με μας στον ήλιο κι ας ιδρώνανε το ίδιο ακριβώς τα βλοσυρά τους πρόσωπα όπως και τα δικά μας.
Προσέξαμε ακόμα την αγωνία τον χεριών τους όσο που περιμέναμε όλοι την απόφαση και τρέμανε τα στιλό και οι καφέδες.Μονάχα μια ατάκα κι όλοι οι άλλοι θα παραμέναμε βουβοί.Δεν ήταν εύκολη μήτε η ήττα μήτε η νίκη κι ούτε μας ήτανε ξεκάθαρο τι από τα δύο ήταν τι. Επικράτησε για λίγο σιωπή κι άκουγες από κάτω το αίμα μας να φουσκώνει στην καρωτίδα.
«Μπα, τίποτα δεν ήταν τελικά»
Μας ψιθύρισε ο πλέον χαμηλόβαθμος Βοηθός.
«Το δαχτυλάκι του να ξεμουδιάσει ήθελε ο Σκηνοθέτης για λίγο»«Το δαχτυλάκι του;» ψιθυρίσαμε κι εμείς σαν βλάκες και δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Η βαβούρα ανεπαίσθητη σαν βουητό μικρών εντόμων ενόχλησε το ευαίσθητο αυτί του Σκηνοθέτη,κάτι σαν πολεμική ιαχή ή σαν κραυγή λιονταριού μας υπενθύμισε πως έπρεπε να τηρήσουμε την ψαρίσια σιγή μας.
Συγκλονισμένοι από το άκουσμα της φωνής Του χωρίς να μπορούμε να συγκρατήσουμε έστω και τη φευγαλέα μνήμη του ακούσματός της, σωπάσαμε πασχίζοντας μάλιστα εξ’αιτίας του μεγάλου μας ζήλου να γίνουμε αόρατοι.
Μοναχά δυο ή τρείς συνέχισαν να ορθώνουν το ανάστημα τους βαστώντας ανάμεσα στα δόντια τους ακούραστοι κάποια ελπίδα ακόμη, μη θέλοντας να την εγκαταλείψουν μιας που το δάχτυλο του Μέγα Σκηνοθέτη, όπως και να ‘χει ,πραγματικά είχε δείξει προς το μέρος τους για μια στιγμή.
Η προσμονή τους ανταμοίφθηκε πράγματι όταν ο Σκηνοθέτης σε ανύποπτο χρόνο την στιγμή που οι περισσότεροι από εμάς πολύ λίγο το περιμέναμε αμόλησε δυο τρία χαρτιά πάνω από τον γυάλινο τοίχο προς την πλατεία και βρυχήθηκε σα να ‘λεγε «Να πάρτε και πολύ σας είναι, αυτό σας φτάνει.»Σκύψαμε όλοι το κεφάλι ασυνήθιστοι στο να αγγίζουμε πράγματα που είχαν αγγίξει τα δικά Του χέρια. Τα φύλλα πέταξαν σύριζα στο δέρμα του αυχένα μας σαν ισχνά πουλιά ή σαν κόψεις λαιμητόμου.
Υπομείναμε καρτερικά το ενδεχόμενο του θανάτου μας από απαγχονισμό ενώ οι Τρείς Θαρρετοί έτρεξαν μπροστά σαν τα σκυλιά κι ο ένας πρόφτασε κι άρπαξε τα φύλλα ανάμεσα στα δόντια του με μια έκφραση οδυνηρή λες και τον έκαιγαν, τρέμοντας ολόκληρος και με δάκρυα στα μάτια.
Δε πρόφτασε όμως να τα κρατήσει στα χέρια του, πέσανε πάνω του οι άλλοι δυο και τον ξεσκίσανε.
Τον κόψανε στη μέση με τα δόντια τους και τα χαρτιά γέμισαν αίμα.
«Άντε να τα διαβάσεις τώρα» είπανε μεταξύ τους οι Βοηθοί πολύ σιγά μα εμείς ακούσαμε.Μα ο Πρώτος από αυτούς με το κεφάλι πιο ψηλά από το ύψος της μύτης του και χωρίς να πει κουβέντα πήρε το χαρτί στα χέρια του προσέχοντας μη λερωθούν από τα αίματα τα δερμάτινα γάντια του και διάβασε με καθαρή φωνή που μας εντυπωσίασε όλους«ΠΑΥΣΗ». Έκπληκτοι και βαριανασαίνοντας διαβάσαμε κι εμείς με τη σειρά μας τη λέξη χωρίς να βγάλουμε άχνα.
Ήτανε μια λέξη πλαγιαστά γραμμένη σαν οδηγία σκηνοθετική.
Επιστρέψαμε σκυφτοί στις θέσεις μας.
Το γέλιο του Σκηνοθέτη ερχόταν από τα βάθη του γυάλινου τοίχου και έπεφτε με βία στη ραχοκοκαλιά μας. Μας φάνηκε πως ολοένα και δυνάμωνε κι απλωνότανε στο χώρο, τόσο που δεν αντέξαμε και φράξαμε τα αυτιά μας με τα χέρια.
Όμως ακόμη και τότε το γέλιο εισχωρούσε στα βουβά σπλάχνα μας και τα έκανε να τρέμουν. Οι Βοηθοί άρχισαν πάλι να πηγαινοέρχονται όπως ακριβώς θα έπρεπε να πηγαινοέρχεται ένας Βοηθός, με σηκωμένα μανίκια και τη ρυτίδα της σοβαρής απασχόλησης ανάμεσα στα μάτια χωρίς τίποτα σαφές να κάνουν στην πραγματικότητα.Το καταξεσκισμένο σώμα του Τρίτου Κομπάρσου το πήρε ο αέρας από τη μέση σαν ένα κομμάτι τσαλακωμένης προχθεσινής εφημερίδας.
Να έγραφε άραγε το αίμα του τα νέα του καιρού μας;
Δεν πρόσεξε κανείς, καθώς τα λόγια ενός κομπάρσου δεν γίνονται ποτέ αντιληπτά. Έτσι, μονάχες τους ανοιγοκλείνανε οι σάρκες του με τον αέρα όμοια με τα βράγχια του ψαριού. Πέρασαν χρόνια.Οι Μεγάλοι Πρωταγωνιστές έφυγαν, όπως φεύγουν οι μεγάλες μπόρες, κι άφησαν τη νύχτα και τα βρεγμένα κορμιά των κομπάρσων να ξαπλώνουν στο έδαφος.
Αν τους εξέταζε κανείς ύστερα από τόσα χρόνια θα έβρισκε τα φωνητικά τους όργανα εξασθενημένα και την ικανότητα της ομιλίας μιας που σε τίποτα δεν τους χρησίμευσε ποτέ να έχει αυτοκαταργηθεί. Στη θέση των πνευμόνων τους αναπτύχθηκαν ατροφικά βράγχια ψαριού. Εξόριστοι στεριάς και θάλασσας, οι κομπάρσοι κατέφυγαν στις μπόρες κι όταν αυτές κόπασαν ανήμποροι να μάθουνε κολύμβηση πέθαναν εκεί στη στεριά από ασφυξία κάτω από το επίμονο γέλιο του Σκηνοθέτη και τη αγωνία της προσμονής ριζωμένη στα βάθη της κοιλιάς τους.Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα των κομπάρσων φίλοι μου, κι όπως και να ‘χει, πρέπει να μάθετε πως πίσω από τον γυάλινο τοίχο δεν υπήρχε Σκηνοθέτης.
Μοναχά το δαχτυλάκι ενός Βοηθού που ξεχασμένος έπαιζε τρίλιζα και το επίμονο γέλιο ενός οδοκαθαριστή που του άρεσε να σκίζει σελίδες με σκηνοθετικές οδηγίες και να τις πετάει στον αέρα. Οι Βοηθοί πεπεισμένοι κι αυτοί πως κάπου ανάμεσα τους υπήρχε το πνεύμα του Μεγάλου Σκηνοθέτη πρόσμεναν ακατάπαυστα τις αποφάσεις του, που δεν ήταν άλλο από τυχαία συμβάντα, κι ακόμα εκτελούσαν πιστά τις προσταγές του.Συνήθως δεν ήταν παρά σποραδικά ρεύματα αέρα που παράσερναν χαρτιά και τάχα κατεδείκνυαν τυχαίες κατευθύνσεις και οδούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου