Ξαπλωμένος στην κλίνη
νιώθω την ζέστη
να τυλίγει το σόμα μου
σε φλογισμένα ξίφη
με το πυρακτωμένο μέταλλο τους
που σφυρηλάτησα ο ίδιος
και τις σπίθες
να πετούν σαν μύγες που σβήνουν
ταραγμένες απ’ τον θάνατο.
Ή σαν το γυαλί,
που για να πάρει σχήμα
το φυσάω σαν αγέρας
προκαλώντας αναγούλα
σε πολύχρωμους μύλους
πνίγοντας με στο νερό τους.
Μπας και εξατμιστώ
να ησυχάσουμε.
Ή σαν τα δάση
που δεν σταματούν
να φλέγονται
από βοριάδες
και νοτιάδες
εξαπλώνοντας την πυρκαγιά
παντού,
με τα έντομα και ζώα
να ουρλιάζουν
από φόβο μην χαθούν.
Οι ακτίνες του πανάγαθου
φωτός
αντανακλώνται σε μεταλλικές καμινάδες
ανακλώντας τες ευλαβικά
μέσα στο ανοιχτό
απ’ τα παντζούρια παράθυρο μου.
Και εγώ βάζοντας την αριστερή παλάμη μπροστά
στο χλωμό πρόσωπο μου
παίζω με αυτές
κουνώντας την
πάνω κάτω
αφήνοντας μερικές
να περάσουν από τα κενά
των δακτύλων μου
με τα ματιά μου
να λαμπυρίσουν από αυτές.
Όσο για την δεξιά μου παλάμη
Ε! Αυτήν δικαιολογημένα ξεφεύγει
λίγο.
Με μηχανικές κινήσεις
σκιτσάρει
κρατώντας εκείνο το μολύβι ΗΒ
που μου έπεσε
στην άκρη του εμπορικού,
όταν περαστική
πέρασες απτό καθιστικό του.
Με το μυαλό μου να φυλακίζει
βαθιά μέσα του την σκιά σου.
Η παλάμη μου
αφήνει σε κόλλες Α4
τους ρημαγμένους προμαχώνες σου
από λυπηρές σου εμπειρίες
συνουσιάζοντας
γραμμές
όγκους
σκιές και χρώματα.
Σχηματίζοντας από μνήμης πλέον
ένα πρόσωπο γαλήνιο
καλοσυνάτο γεμάτο γοητεία
που τραβάει την προσοχή
εμπνέοντας σεβασμό.
Στα μαλλιά σου βάζω κόκκινο
Σαν τις φλόγες
που καίνε τα δάση μου
και τα ξίφη μου.
Στα μάτια σου
βάζω φωσφόριζε γλυκύτητα
σαν αυτήν που συνοδεύουν
από σεβασμό πυγολαμπίδες
που είδαμε κατεβαίνοντας μαζί
εκείνο το σκοτεινό βράδυ
διώχνοντας τες από εκείνα τα πολλαπλασιαζόμενα
σκαλοπάτια που δεν έλεγαν να τελειώσουν
λες και ο χρόνος επίτηδες
καθυστερούσε κριμένος μες στους θάμνους
χλευάζοντας μας.
Κι όμως ήταν άξια θαυμασμού
Μας γοήτευσαν!
Και τους δυο!
Απ’ τα καρναβάλια των κολασμένα απελπισμένων
που χόρευαν μες στο ύψωμα σαν σε τσίρκο κλόουν,
ψάχνοντας την δόση τους με μεθυσμένους
τα προτιμήσαμε.
Στα χέρια σου
βάζω κρέμα με άρωμα μέντας και κανέλας
δημιουργώντας παραδεισένια απαλότητα
όπως αυτήν που ένιωσα
όταν άγγιξες τα δικά μου
μην θέλοντας να τα αφήσεις
από στοργικότητα
Ξυπνώντας μέσα μου
(μην μπορώντας δικαιολογημένα
να πάω κόντρα στην φύση ο άτιμος)
θερμοκρασίες calvin
λιώνοντας το αθώο αγνό κενό του χάους μου
με την λάβα που ξέβραζαν για λίγο.
Η ώρα πέρασε με ταχύτητα φωτός
χτυπώντας ασταμάτητα με κεραυνούς
σαν κέρβερους το ρόλοι μου.
Ταράχτηκα!
Ναι!
Διότι ανίκανος για την εισχώρηση
και διεκδίκηση
ρισκάροντας το εγώ μου
για τον τρόπο διεισδύσεις
μην ξέροντας
τον αρχικό αντικειμενικό σκοπό σου
αφήνοντας με να φαντάζομαι ελεύθερα
με αποτέλεσμα τίποτα
παρά να αφήσω πίσω μου
όχι συντρίμμια
αυτό το ποίημα.
Ο χρόνος γέλασε
κάνοντας μας
να πούμε άθελα ο ένας στον άλλον
τα συνηθισμένα χαιρετούρια:
Γεια χαρά
Ίσως τα ξανά πούμε μια φορά
από ‘κει ψηλά
ή εδώ στα βαθιά
εκεί στο πουθενά
ή αν θες εδώ ξανά
φιλιά
μπλα
μπλα
κτλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου