Ο συγγραφέας καθόταν στο γραφείο. Πάνω σ’ αυτό βρισκόταν μια λάμπα πετρελαίου που τρεμόσβηνε προστατεύοντας τον απ’ το σκοτάδι αλλά όχι απ’ τις σκιές.
Χάιδευε την πένα του πάνω σε κιτρινισμένα χαρτιά με νάζι αναζητώντας τα όνειρά του. Κάθε φορά που το μελάνι τελείωνε τη βουτούσε ξανά στη θήκη με το μελάνι.
Δίπλα του ένα τασάκι που μέσα του καιγόταν για ώρα ένα τσιγάρο κάποιας φτηνιάρικης μάρκας γεμίζοντας με καπνό και εθισμό όλο το δωμάτιο. Στα αριστερά του ένα μπουκάλι κρασί- σχεδόν άδειο, ενώ στα δεξιά, ένα γεμάτο για την ώρα ποτήρι.
Έκανε κρύο μα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μήπως το κρύο ερχόταν από μέσα; Οι σταγόνες της βροχής έγλειφαν τα παράθυρα κι έπειτα τα θάμπωναν με τις ανάσες τους.
Η άκρη της πένας στέγνωσε μα η νύχτα είχε φέρει εξάντληση συσσωρευμένης αϋπνίας στον άντρα ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει κάτω την αγαπημένη του. Μα σαν προσπάθησε να την υγράνει, την άφησε να κάνει βουτιά στο ποτήρι με το κόκκινο κρασί.
Τώρα διψούσαν και οι δύο. Τώρα η πένα έγδερνε το χαρτί και του άφηνε πληγές και σκισίματα. Μεθυσμένες λέξεις χάραζαν πορείες και επιλογές με τις ανάλογες συνέπειες. Το κρασί γινόταν αίμα.
Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν στην κηδεία του θύματος του. Να το κοιτάζει από ψηλά. Να σκέφτεται αν υπάρχει ένοχη σκέψη εάν αυτή δεν ακολουθείται απ’ την πράξη.
Να κατηγορεί εκείνη, το κρασί, την ομίχλη του δωματίου και την παράνοια της αϋπνίας του. Να κατηγορεί το κρύο και τη βροχή, το εξαντλημένο φως. Να κατηγορεί όσα ήθελε να έχει για να μην κατηγορήσει τον ίδιο ούτε τώρα, ούτε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο.
Και σαν συνήλθε, έπιασε να δει όσα είχε γράψει. Άρπαξε τη μελανοθήκη και την άδειασε πάνω στα γραπτά. Το μελάνι μουτζούρωσε τα πάντα. Μα τι άλλαξε; Αφού ξέρει, ξέρω, ξέρεις, ξέρουμε.
Χάιδευε την πένα του πάνω σε κιτρινισμένα χαρτιά με νάζι αναζητώντας τα όνειρά του. Κάθε φορά που το μελάνι τελείωνε τη βουτούσε ξανά στη θήκη με το μελάνι.
Δίπλα του ένα τασάκι που μέσα του καιγόταν για ώρα ένα τσιγάρο κάποιας φτηνιάρικης μάρκας γεμίζοντας με καπνό και εθισμό όλο το δωμάτιο. Στα αριστερά του ένα μπουκάλι κρασί- σχεδόν άδειο, ενώ στα δεξιά, ένα γεμάτο για την ώρα ποτήρι.
Έκανε κρύο μα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μήπως το κρύο ερχόταν από μέσα; Οι σταγόνες της βροχής έγλειφαν τα παράθυρα κι έπειτα τα θάμπωναν με τις ανάσες τους.
Η άκρη της πένας στέγνωσε μα η νύχτα είχε φέρει εξάντληση συσσωρευμένης αϋπνίας στον άντρα ο οποίος δεν ήθελε να αφήσει κάτω την αγαπημένη του. Μα σαν προσπάθησε να την υγράνει, την άφησε να κάνει βουτιά στο ποτήρι με το κόκκινο κρασί.
Τώρα διψούσαν και οι δύο. Τώρα η πένα έγδερνε το χαρτί και του άφηνε πληγές και σκισίματα. Μεθυσμένες λέξεις χάραζαν πορείες και επιλογές με τις ανάλογες συνέπειες. Το κρασί γινόταν αίμα.
Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν στην κηδεία του θύματος του. Να το κοιτάζει από ψηλά. Να σκέφτεται αν υπάρχει ένοχη σκέψη εάν αυτή δεν ακολουθείται απ’ την πράξη.
Να κατηγορεί εκείνη, το κρασί, την ομίχλη του δωματίου και την παράνοια της αϋπνίας του. Να κατηγορεί το κρύο και τη βροχή, το εξαντλημένο φως. Να κατηγορεί όσα ήθελε να έχει για να μην κατηγορήσει τον ίδιο ούτε τώρα, ούτε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο.
Και σαν συνήλθε, έπιασε να δει όσα είχε γράψει. Άρπαξε τη μελανοθήκη και την άδειασε πάνω στα γραπτά. Το μελάνι μουτζούρωσε τα πάντα. Μα τι άλλαξε; Αφού ξέρει, ξέρω, ξέρεις, ξέρουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου