Οι δυο γυναίκες ήταν καθισμένες στο μπαλκονάκι της καφετέριας. Έβλεπαν θάλασσα. Σχεδόν την μύριζαν. Τα έπιπλα ήταν παλιά και φθαρμένα αλλά η θέα ήταν αποστομωτική. Έπιναν τον καφέ τους και κοίταγαν χωρίς να παρατηρούν γύρω τους. Έδιναν το ραντεβού τους στο ίδιο μαγαζί τα καλοκαίρια. Συνήθως ήταν τυχερές και έβρισκαν τραπέζι στη βεράντα, διαφορετικά κάθονταν μέσα, παρέα με το παλιό γραμμόφωνο, τους σκούρους σκαλιστούς καθρέφτες και τα τον ξύλινο ανεμιστήρα της οροφής που έτριζε παραπονιάρικα με κάθε περιστροφή του.
"Πες κάτι Ιουλία... Ακούω το μυαλό σου να μιλάει." Ήταν μαζί από μικρά κορίτσια. Καταλάβαιναν η μια την άλλη χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες. Αυτό ήταν το προνόμιο της μακροχρόνιας φιλίας τους.
"Αποξενωθήκαμε Μαρία..." της είπε και ρούφηξε μια γουλιά από το καφετί υγρό στο ποτήρι της που είχε πια χάσει την προηγούμενη δροσιά του. "Είναι γλυκός και τρυφερός όπως ήταν, δείχνει να ενδιαφέρεται για μένα, είναι καλό παιδί αλλά αισθάνομαι σαν τη μαμά του. Να τον φροντίσω, να του μαγειρέψω, να νοιαστώ για το καθετί... πού είναι η γυναίκα; Ο έρωτας πού είναι; Μάλλον ζητάω πολλά, δε ξέρω..."
"Χμ, προλαβαίνω να αναλύσω το θέμα μέχρι να πιεις τον ρημαδοκαφέ σου;" Το πρόσωπο της φίλης της πήρε την τόσο γνώριμη και αγαπημένη έκφραση που της έφτιαχνε πάντα τη διάθεση. "Και πώς αισθάνεσαι δηλαδή; Άντρας; Είσαι και παραείσαι γυναίκα Ιουλία! Πρώτα πρώτα, να ελέγξεις το μαμαδίστικο που σου βγαίνει άθελά σου, βλάπτει σοβαρά τον έρωτα. Φυσικά και ζητάς πολλά κορίτσι μου και ορθά πράττεις, για τον εαυτό σου πρόκειται. Τι πάει να πει καλό παιδί; Αν θες τη γνώμη μου, που ασφαλώς τη θες, όλοι οι άντρες είναι καλά, γλυκά και τρυφερά παιδιά μέχρι να δέσουν τον γάιδαρό τους. Δε σε αποκαλώ γάιδαρο βεβαίως" είπε γελαστά "αλλά το προβλέψιμη και το δεδομένη, έτσι που πας, δε θα το γλυτώσεις. Συγνώμη αν γίνομαι κυνική αλλά ψάχνω το έρμο το καμπανάκι να στο χτυπήσω με δύναμη στα μούτρα πριν είναι αργά για σένα και για κείνον..."
"Και τι να κάνω;"
"Για αρχή, μάθε του να μαγειρεύει" της έκλεισε πονηρά το μάτι.
Τα λόγια της Μαρίας τη συντρόφευαν όταν γύρισε το κλειδί και μπήκε στο σαλόνι τους. Τον βρήκε να κάθεται στον καναπέ με το αιώνιο λάπτοπ του, μπροστά στα πόδια του, στο τραπεζάκι. Την χαιρέτησε χωρίς να στρέψει το κεφάλι του να την κοιτάξει. Του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και ακούμπησε τις τσάντες με τα λιγοστά ψώνια στον πάγκο της κουζίνας.
"Πεινάς;" τον ρώτησε.
"Φυσικά" απάντησε προσηλωμένος στην οθόνη. "Αν βαριέσαι να μαγειρέψεις Ιουλία, παράγγειλε κάτι, δεν έχω πρόβλημα..."
"Να παραγγείλω; Να μου λείπει. Ο νεαρός του ντελίβερι με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα, τόσο συχνά που τον καλώ στην πόρτα μας..." ψιθύρισε. Την άκουσε ωστόσο. Σήκωσε τα μάτια του από τον υπολογιστή και της χαμογέλασε. Αυτό το χαμόγελο την έστειλε πίσω στους πρώτους μήνες της γνωριμίας τους που κάθε λέξη ήταν σημαντική, κάθε ματιά το ίδιο και ο παραμικρός μορφασμός έκανε το στομάχι της να συσπάται από μια ανεξήγητα επιτακτική ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς στην αγκαλιά του. "Θα μαγειρέψω."
Μπήκε αποφασισμένη στην κουζίνα. Άπλωσε τα υλικά στον νεροχύτη κι έψαξε στο συρτάρι για τη λευκή ποδιά της. Άφησε τη βρύση να τρέχει πάνω στα φρέσκα λαχανικά κι έβγαλε το φόρεμα και τα εσώρουχά της. Τα πέταξε βιαστικά σε μια καρέκλα. Άνοιξε την μεσόπορτα και έδεσε τις τιράντες του υφάσματος στους γυμνούς της ώμους κι έπειτα στη μέση της. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε σχεδόν ακάλυπτο. "Προτιμάς πατάτες ή μακαρόνι;" του φώναξε κι έσκυψε περισσότερο από όσο ίσως χρειαζόταν, στα κουμπιά του φούρνου, για να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι από το διπλανό δωμάτιο απότομα σταμάτησαν. Δεν πέρασε ούτε μισό λεπτό κι ένιωσε την ανάσα του στην πλάτη της.
"Απίστευτα βαρετό αυτό το καινούριο διαδικτυακό παιχνίδι. Οι παίκτες είναι από όλον τον κόσμο κι οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα, πρέπει να τους καθοδηγείς ή να τους αφήνεις να κερδίζουν πότε πότε αλλιώς δεν έχει ίχνος ενδιαφέροντος..." η φωνή του έσβησε καθώς οι παλάμες του γλίστρησαν στους γλουτούς της. "Σκέφτηκα ότι είναι καιρός να μάθω να μαγειρεύω, δεν είναι;"
Προβλέψιμη και δεδομένη αλλά δεινή μαγείρισσα, γέλασε από μέσα της η Ιουλία. Το καμπανάκι της φιλενάδας της, είχε ξυπνήσει για τα καλά τα κοιμισμένα ένστικτά της. "Πρέπει να λερώσουμε αυτήν την ποδιά" τον πρόσταξε βάζοντας του στα χέρια τις πιο ζουμερές ντομάτες που βρήκε στο ψυγείο τους. "Και ξεκινάς να τρίβεις" του έτεινε τον τρίφτη. Η μια τιράντα της χαλάρωσε και έπεσε. Το στόμα του χαμήλωσε.
"Μάθε με Ιουλία..."
"Πες κάτι Ιουλία... Ακούω το μυαλό σου να μιλάει." Ήταν μαζί από μικρά κορίτσια. Καταλάβαιναν η μια την άλλη χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες. Αυτό ήταν το προνόμιο της μακροχρόνιας φιλίας τους.
"Αποξενωθήκαμε Μαρία..." της είπε και ρούφηξε μια γουλιά από το καφετί υγρό στο ποτήρι της που είχε πια χάσει την προηγούμενη δροσιά του. "Είναι γλυκός και τρυφερός όπως ήταν, δείχνει να ενδιαφέρεται για μένα, είναι καλό παιδί αλλά αισθάνομαι σαν τη μαμά του. Να τον φροντίσω, να του μαγειρέψω, να νοιαστώ για το καθετί... πού είναι η γυναίκα; Ο έρωτας πού είναι; Μάλλον ζητάω πολλά, δε ξέρω..."
"Χμ, προλαβαίνω να αναλύσω το θέμα μέχρι να πιεις τον ρημαδοκαφέ σου;" Το πρόσωπο της φίλης της πήρε την τόσο γνώριμη και αγαπημένη έκφραση που της έφτιαχνε πάντα τη διάθεση. "Και πώς αισθάνεσαι δηλαδή; Άντρας; Είσαι και παραείσαι γυναίκα Ιουλία! Πρώτα πρώτα, να ελέγξεις το μαμαδίστικο που σου βγαίνει άθελά σου, βλάπτει σοβαρά τον έρωτα. Φυσικά και ζητάς πολλά κορίτσι μου και ορθά πράττεις, για τον εαυτό σου πρόκειται. Τι πάει να πει καλό παιδί; Αν θες τη γνώμη μου, που ασφαλώς τη θες, όλοι οι άντρες είναι καλά, γλυκά και τρυφερά παιδιά μέχρι να δέσουν τον γάιδαρό τους. Δε σε αποκαλώ γάιδαρο βεβαίως" είπε γελαστά "αλλά το προβλέψιμη και το δεδομένη, έτσι που πας, δε θα το γλυτώσεις. Συγνώμη αν γίνομαι κυνική αλλά ψάχνω το έρμο το καμπανάκι να στο χτυπήσω με δύναμη στα μούτρα πριν είναι αργά για σένα και για κείνον..."
"Και τι να κάνω;"
"Για αρχή, μάθε του να μαγειρεύει" της έκλεισε πονηρά το μάτι.
Τα λόγια της Μαρίας τη συντρόφευαν όταν γύρισε το κλειδί και μπήκε στο σαλόνι τους. Τον βρήκε να κάθεται στον καναπέ με το αιώνιο λάπτοπ του, μπροστά στα πόδια του, στο τραπεζάκι. Την χαιρέτησε χωρίς να στρέψει το κεφάλι του να την κοιτάξει. Του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και ακούμπησε τις τσάντες με τα λιγοστά ψώνια στον πάγκο της κουζίνας.
"Πεινάς;" τον ρώτησε.
"Φυσικά" απάντησε προσηλωμένος στην οθόνη. "Αν βαριέσαι να μαγειρέψεις Ιουλία, παράγγειλε κάτι, δεν έχω πρόβλημα..."
"Να παραγγείλω; Να μου λείπει. Ο νεαρός του ντελίβερι με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα, τόσο συχνά που τον καλώ στην πόρτα μας..." ψιθύρισε. Την άκουσε ωστόσο. Σήκωσε τα μάτια του από τον υπολογιστή και της χαμογέλασε. Αυτό το χαμόγελο την έστειλε πίσω στους πρώτους μήνες της γνωριμίας τους που κάθε λέξη ήταν σημαντική, κάθε ματιά το ίδιο και ο παραμικρός μορφασμός έκανε το στομάχι της να συσπάται από μια ανεξήγητα επιτακτική ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς στην αγκαλιά του. "Θα μαγειρέψω."
Μπήκε αποφασισμένη στην κουζίνα. Άπλωσε τα υλικά στον νεροχύτη κι έψαξε στο συρτάρι για τη λευκή ποδιά της. Άφησε τη βρύση να τρέχει πάνω στα φρέσκα λαχανικά κι έβγαλε το φόρεμα και τα εσώρουχά της. Τα πέταξε βιαστικά σε μια καρέκλα. Άνοιξε την μεσόπορτα και έδεσε τις τιράντες του υφάσματος στους γυμνούς της ώμους κι έπειτα στη μέση της. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε σχεδόν ακάλυπτο. "Προτιμάς πατάτες ή μακαρόνι;" του φώναξε κι έσκυψε περισσότερο από όσο ίσως χρειαζόταν, στα κουμπιά του φούρνου, για να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι από το διπλανό δωμάτιο απότομα σταμάτησαν. Δεν πέρασε ούτε μισό λεπτό κι ένιωσε την ανάσα του στην πλάτη της.
"Απίστευτα βαρετό αυτό το καινούριο διαδικτυακό παιχνίδι. Οι παίκτες είναι από όλον τον κόσμο κι οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα, πρέπει να τους καθοδηγείς ή να τους αφήνεις να κερδίζουν πότε πότε αλλιώς δεν έχει ίχνος ενδιαφέροντος..." η φωνή του έσβησε καθώς οι παλάμες του γλίστρησαν στους γλουτούς της. "Σκέφτηκα ότι είναι καιρός να μάθω να μαγειρεύω, δεν είναι;"
Προβλέψιμη και δεδομένη αλλά δεινή μαγείρισσα, γέλασε από μέσα της η Ιουλία. Το καμπανάκι της φιλενάδας της, είχε ξυπνήσει για τα καλά τα κοιμισμένα ένστικτά της. "Πρέπει να λερώσουμε αυτήν την ποδιά" τον πρόσταξε βάζοντας του στα χέρια τις πιο ζουμερές ντομάτες που βρήκε στο ψυγείο τους. "Και ξεκινάς να τρίβεις" του έτεινε τον τρίφτη. Η μια τιράντα της χαλάρωσε και έπεσε. Το στόμα του χαμήλωσε.
"Μάθε με Ιουλία..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου