"Σ' αγαπώ ξανθό κορίτσι με τις ιστορίες στα μάτια. Αύριο..."
Η Χριστίνα αποσυνδέθηκε και πήρε το μήνυμά του στο κρεβάτι. Το σκέπασε προσεκτικά. Κοιμήθηκε μαζί του. Και ονειρεύτηκε. Με το πρώτο φως που τρύπωσε από τις γρίλιες, το αγκάλιασε να μην ξυπνήσει. Κι όταν σηκώθηκε το μήνυμα έγινε χαμόγελο και εγκαταστάθηκε στο πρόσωπό της.
Έτσι χαμογελαστή, ξυπόλυτη, με τις πιτζάμες της και τα ανακατεμένα της μαλλιά, μπήκε στην κουζίνα κι είδε τη μάνα της να πλένει σκυμμένη τα πιάτα στο νεροχύτη. Πήγε πίσω της και έγειρε απαλά σαν το γατί στην πλάτη της. Η μητέρα της αυτόματα έστρεψε το λαιμό της και ακούμπησε τα χείλη της στο μάγουλό της.
"Καλημέρα μικρό μου..." ανάσανε στο δέρμα της.
Η Χριστίνα σήκωσε τα χέρια της και έγνεψε με τα δάχτυλά της "καλημέρα" στη νοηματική. "Μαμά, το αποφάσισα" συνέχισε να χειρονομεί. "Θα κάνω την επέμβαση!" Η μάνα της αρχικά άνοιξε το στόμα της, μετά σκούπισε βιαστικά τα βρεγμένα χέρια της σε ό,τι βρήκε πρόχειρο τριγύρω της και τέλος την αγκάλιασε τόσο σφιχτά που η Χριστίνα ήταν σίγουρη πως το παραμικρό ίχνος αέρα βγήκε με θόρυβο από μέσα της.
"Θα πάρω τον πατέρα σου να τηλεφωνήσει στο γιατρό" φώναξε δακρυσμένη. "Αμέσως... αυτά τα πράγματα δε χρειάζονται καθυστέρηση!" Οι γονείς της εδώ και αρκετό καιρό επέμεναν να προχωρήσει η κόρη τους σε εμφύτευση κοχλιακής συσκευής ώστε να αποκατασταθεί μέρος της ακοής της και να αντιληφθεί, έστω ελάχιστα τη φωνή τους. Όμως η Χριστίνα δίσταζε. Είχε γεννηθεί στη σιωπή και η σιωπή ήταν ο κόσμος της. Δεν ήταν βέβαιη ότι ήθελε να αποχωριστεί τον κόσμο της. Ήταν δικός της. Ισορροπούσε από παιδί στον διαφανή ιστό μιας αποκλειστικά μοναχικής κατάστασης. Δε μιλούσε κι όμως τα μάτια της μιλούσαν. Έκρυβαν ιστορίες. Και αυτές οι ιστορίες ήθελαν τώρα να ειπωθούν. Η καρδιά της φούσκωνε από προσμονή. Έφευγε από το στήθος της και ταξίδευε. Σε ένα ζευγάρι μάτια που έλαμπαν όταν την κοιτούσαν, σε δυο χέρια που την άγγιζαν με λατρεία. Σε ένα στόμα. Επιθυμούσε όσο τίποτα να ακούσει τη φωνή του.
Έστειλε ένα φιλί στη μητέρα της που μιλούσε στο ακουστικό κλαίγοντας και γελώντας ταυτόχρονα και γύρισε στο δωμάτιό της να ετοιμαστεί για το ραντεβού της.
Συναντήθηκαν στο ίδιο μέρος. Στη γωνία του πάρκου της γειτονιάς της. Μόλις την είδε να πλησιάζει ανασήκωσε με χαρά το χέρι του. Τα δυο αγαπημένα της λακκάκια έκαναν την εμφάνισή τους στο πρόσωπό του. Του γέλασε. Κι έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά του. Αφού τη φίλησε σε κάθε εκατοστό εκτεθειμένου δέρματος την τράβηξε από το μπράτσο και την παρέσυρε στο "παγκάκι τους".
Η Χριστίνα άρχισε να χειρονομεί ακατάσχετα. Βιαζόταν να του πει. Να του μιλήσει. Όμως κι αυτός βιαζόταν. Δεν την άφησε. Διέκοψε εμφατικά την παντομίμα της.
"Κοριτσάκι μου, κοίτα με" άρπαξε το κεφάλι της και το κράτησε σταθερά μπροστά στα χείλη του. "Χθες πληρώθηκα τον πρώτο μου μισθό... και θέλω να σου κάνω ένα δώρο..." το βλέμμα του γυάλιζε παράξενα. "Κοίτα με..." είπε πάλι.
Άφησε τότε το κεφάλι της και σχημάτισε με τα δάχτυλά του "σ' αγαπώ" στη γλώσσα της σιωπής. Ολόκληρο το σώμα του πήρε την έκφραση εκείνης της αγάπης.
"Γράφτηκα σε ένα τμήμα εκμάθησης νοηματικής Χριστίνα... θα μιλάμε οι δυο μας με χειρομορφές..." Έγνεψε ξανά "σ' αγαπώ ξανθό κορίτσι" κι η Χριστίνα άπλωσε τα χέρια της και έπιασε τα δάχτυλά του. Τα φίλησε ένα ένα. Τα μάτια της έτρεχαν μα δεν σταμάταγαν να του αφηγούνται ιστορίες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου