Άλλη μια κουρασμένη Κυριακή. Τα πόδια μου είναι ξυπόλητα, κάθε μου βήμα ερωτοτροπεί με το ξύλινο πάτωμα. Προχωράω προς το παράθυρο… Είχα ξεχάσει πόσο δόλιο είναι το φθινόπωρο. Το παγκάκι απέναντι έχει ξεφτίσει από αδιαφορία και τις ξεχασμένες αγάπες αυτού του πάρκου.
Το δέντρο που του κρατούσε συντροφιά έσβησε από πάνω του κάθε σημάδι ερωτικού αποσπάσματος. Έχουν μείνει μόνοι και ξεχασμένοι, να τρέφονται από κάθε ρημαδιό τους.
Περνάω κάθε βράδυ από το ίδιο σημείο, παρατηρώ τους ανθρώπους, πως κινούνται τα φύλλα, τη μαύρη γάτα της γειτονιάς, τα πρεζάκια να χάνονται και τα σκουπίδια να ξεχειλίζουν από παντού. ένα τυπικό μικρομεσαίο πάρκο. Τίποτα παραπάνω.
Πολλές φορές πέρασα με την προσμονή της μορφής σου, να κάθεσαι σε εκείνο το ξεφτισμένο παγκάκι, και να λάμπει, το δέντρο να ανασαίνει, τα πρεζάκια να την ακούνε από την ίδια την ζωή, και τα σκουπίδια να έχουν μετατραπεί σε αστερόσκονη σε ολόκληρο το τοπίο. Πολλές φορές βέβαια…
Πέρασα κι εχθές όμως. Χθες κάτι είχε αλλάξει. Λες και είχες έρθει και έδωσες μια κλοτσιά σε όλη την ξεραΐλα που επαναστατεί. Ξάφνου αυτός ο βαλτότοπος είχε γίνει μονομιάς ένας κήπος από μαργαριτάρια που λικνίζονταν και τραντάζονταν υπό τον ήχο του παλιού τρανζίστορ της γειτονιάς.
Ξυπνάω ιδρωμένη, κοιτάω το ρολόι, έχει παέι κιόλας ξημερώματα. Η τηλεόραση απέναντι από το κρεβάτι βουίζει ενώ το παράθυρο είναι θολωμένο και εξαντλημένο.
Το παγκάκι και το δέντρο ακόμα εκεί, αλλά εσύ άφαντος… Ίσως ψάχνεις να μαζέψεις τα κομμάτια σου, ίσως να πήγες για τσιγάρα και θα ξαναγυρίσεις ίσως πάλι είσαι για άλλη μια φορά ένα όνειρο.
Σώπασε και μη μιλάς. Δεν είναι η μέρα σου.
Κοιμήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου