Η Βασιλική άρπαξε το μπουφάν της, το έριξε με βιασύνη πάνω της και βγήκε στον παγωμένο αέρα του δρόμου. Δεν είχε όρεξη να μπει στο ντους του γυμναστηρίου, να συγχρωτιστεί με όλα εκείνα τα κορμιά που ιδροκοπούσαν πλάι της στα όργανα, ούτε να οσφρανθεί το μείγμα λουλουδένιου σαμπουάν και γυμνού γυναικείου δέρματος. Θα έπαιρνε το μπάνιο της μονάχη της.
Ξεφυσούσε αφήνοντας στη βραδινή ατμόσφαιρα μικρά σύννεφα ζεστής ανάσας και περπατούσε γρήγορα. Σχεδόν έτρεχε. Το γυμναστήριο ήταν μόνο λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι της. Τα πόδια της γνώριζαν απ' έξω τη διαδρομή. Δε χρειαζόταν καν να βλέπει.
Η Βασιλική κόντευε τα είκοσι. Δεν ήξερε τι θα πει σχέση, δεν είχε φιλήσει ποτέ άντρα και ούτε είχε νιώσει την ανάγκη να δοθεί σε άλλον. Στο σχολείο, οι συμμαθήτριες της την απέφευγαν και οι συμμαθητές της, την κοίταγαν κοροϊδευτικά. Ήταν τόσο ψηλή και άχαρη. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της και η απουσία στήθους δεν μαρτυρούσαν εύκολα τα φύλο της. Το διάφανο λευκό της δέρμα μετά δυσκολίας έκρυβε τις λεπτές φλέβες του προσώπου της και μόνο κάποιες φακίδες αραιά και που στόλιζαν την περιοχή γύρω από τα ακαθορίστου χρώματος, μάτια της. Μα το στόμα της... το στόμα της δεν ειχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα. Η Βασιλική ήταν το στόμα της. Και τίποτα άλλο. Σαρκώδες, καλογραμμένο, σε ένα απαλό άχρωμο χρώμα με σκούρες ροζ πτυχώσεις. Έμοιαζε με αιδοίο. Καμία φορά καθόταν και το χάζευε στον καθρέφτη. Και γέλαγε. "Βασιλική τι στόμα είναι αυτό; Και να μη θελει κάποιος να το φιλήσει;"
Γέλαγε πάλι. Και σκόνταψε. Σε ένα πόδι. Γονάτισε στο πεζοδρόμιο δίπλα σε ένα ξαπλωμένο σώμα. Σύρθηκε κοντά του και κατάφερε να δει το πρόσωπο ενός άντρα. Δεν ήταν σίγουρη για την ηλικία του. Τα πυκνά γένια και τα βαθιά κρυμμένα πίσω από ρυτίδες μάτια την εμπόδιζαν. Ίσως σαράντα ή παραπάνω. Ή και λιγότερο. Φαινόταν ταλαιπωρημένος και βρώμικος. "Πεινάω..." της μουρμούρισε. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της. Ένας άνθρωπος ήταν εκεί, κατάχαμα και της ζητούσε φαγητό. Και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Τα ελάχιστα κέρματα που της ειχε αφήσει η μάνα της πριν φύγει για τη δουλειά, τα ξόδεψε στο αυτόματο μηχάνημα του γυμναστηρίου. Να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό κι ένα τοστ... Το τοστ! Έχωσε βιαστικά το χέρι της στην τσέπη του μπουφάν και έπιασε το μισοφαγωμένο κομμάτι ψωμιού τυλιγμένο τσαπατσούλικα στην διάφανη μεμβράνη. Του το πρόσφερε χωρίς να διστάσει. Ο άντρας το πήρε κοιτάζοντας την στα μάτια και το εξαφάνισε μέσα στα δόντια του σε δευτερόλεπτα. Η Βασιλική τον παρακολουθούσε, γονατισμένη πάντα δίπλα του. "Να 'σαι καλά νεαρέ" της είπε "είχα δυο μέρες να φάω."
Η Βασιλική σήκωσε τότε το χέρι της και κατέβασε την κουκούλα του φούτερ της. "Παρακαλώ" απάντησε.
"Κορίτσι...είσαι κορίτσι" της χαμογέλασε. "Και όμορφο κορίτσι... με στόμα, ίδιο τριαντάφυλλο!" Το τριαντάφυλλο της Βασιλικής μισάνοιξε σε ένα χαμόγελο. Πρώτη φορά της έκανε κάποιος κοπλιμέντο για το στόμα της. Πρώτη φορά της έκανε κάποιος κοπλιμέντο γενικά.
Έψαξε πάλι στις τσέπες της, μα τίποτα δεν βρήκε. "Δεν έχω κάτι άλλο..." ψέλλισε στενοχωρημένη.
"Μου έδωσες ό,τι είχες... να 'σαι καλά" της επανέλαβε με βλέμμα που μέσα του έλαμπε μια συγκινητική ευγνωμοσύνη. Την έπιασε από τον αγκώνα για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Με φωνή όλο έγνοια τη ρώτησε: "Μήπως χτύπησες;"
Το τρέμουλο στη φωνή του πλημμύρισε και τη δική της καρδιά με το ζεστό κύμα της ευγνωμοσύνης του ανθρώπου στον άνθρωπο. Πριν σταθεί ολότελα στα πόδια της χαμήλωσε το λαιμό της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Αφού δεν είχε τι άλλο να του δώσει, ας του έδινε το πρώτο της αληθινό φιλί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου