Σκιαγραφήστε μου την έφηβη Χίλντα Παπαδημητρίου.
Ήμουν ένα παιδί κλεισμένο στον εαυτό του, που ασφυκτιούσε στο συντηρητικό περιβάλλον του σχολείου. Ονειρευόμουν τη ζωή όπως την μάθαινα από τους δίσκους της εποχής: την καλιφορνέζικη αλητεία των Doors, την ήρεμη ανεμελιά των Crosby, Stills & Nash, το swinging London των Who, τη Νέα Υόρκη του CBGB – οτιδήποτε μακριά από την Ελλάδα της ασπρόμαυρης κρατικής τηλεόρασης. Μοναδική διέξοδος - εκτός της μουσικής φυσικά, που ήταν άφθονη λόγω του οικογενειακού δισκάδικου - ήταν τα βιβλία. Ο Τσίρκας και ο Βενέζης, ο Καραγάτσης και η Μάρω Δούκα. Κυρίως όμως οι αγγλοσάξονες συγγραφείς: ο Στάινμπεκ, ο Χέμινγουεϊ, ο Χάξλεϊ, ο Όργουελ, ο Γκράχαμ Γκρην, η Ντόρις Λέσινγκ. Και μαζί μ’ αυτά, τα αγαπημένα μου αστυνομικά μυθιστορήματα των κλασικών του είδους (Άγκαθα Κρίστι, Χάμετ, Τσάντλερ, Πατρίσια Χάισμιθ). Όλα αυτά με συνόδευαν στην αναμονή της στιγμής που θα άρχιζε πραγματικά η ζωή μου.
Σε τι ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε (ανεπίσημα); Και πώς προέκυψε τελικώς η συγγραφή;
Επίσημα και ανεπίσημα, το γράψιμο άρχισε όταν ο φίλος Νίκος Πετρουλάκης, αρχισυντάκτης του μουσικού περιοδικού ZOO, μου πρότεινε να γράφω για βιβλία, πολιτική και μουσική. Ασκήθηκα στο ZOO κι αργότερα στο Ποπ&Ροκ, γράφοντας κείμενα για τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και το radio Caroline, την τρέλα του twist και τα βιβλία του Σεπούλβεδα. Από τις «κριτικές» βιβλίων και δίσκων, πέρασα στις μουσικές μονογραφίες (Beatles & Clash, εκδ. Απόπειρα), και αργότερα στο πρώτο μου μυθιστόρημα (Για μια χούφτα βινύλια).
Σπουδάσατε νομικά. Πιστεύετε πως αυτό σας ωθεί σε μεγάλο βαθμό στο αστυνομικό μυθιστόρημα;
Τα νομικά ήταν το όνειρο των γονιών μου και λάθος επιλογή επαγγελματικού προσανατολισμού από μεριάς μου. Η αγάπη για τα αστυνομικά μυθιστορήματα προϋπήρχε, ήταν μια μανία που είχα από το δημοτικό σχολείο. Στο μόνο που με βοήθησαν οι πανεπιστημιακές σπουδές ήταν στην οργάνωση της σκέψης μου και στη δυνατότητα να περιγράφω με αληθοφάνεια τις τυπικές διαδικασίες που ακολουθούν μια σύλληψη.
Σήμερα βιοπορίζεστε ως μεταφράστρια. Πώς άλλαξε και επηρέασε το ταξίδι της μετάφρασης τον τρόπο που σκέφτεστε και που γράφετε;
Για να γίνει κανείς μεταφραστής, πόσο μάλλον συγγραφέας, πρέπει να διαβάζει πολύ. Πρώτα υπήρξα φανατική αναγνώστρια, κατόπιν μεταφράστρια από αγάπη στα βιβλία και τη γλώσσα. Ο μεταφραστής είναι ο καλύτερος – ο ιδανικός – αναγνώστης ενός βιβλίου, αυτός που αποκωδικοποιεί το ύφος και τις ιδέες ενός συγγραφέα. Η μετάφραση μου έμαθε να αντιλαμβάνομαι πού κάνει κοιλιά ένα κείμενο, πότε οι διάλογοι είναι αφύσικοι, πώς ένα κακό τέλος μπορεί να καταστρέψει μια καλή πλοκή. Και μ’ έμαθε να σκέφτομαι πιο προσεκτικά τι θα πω και πώς θα το εκφράσω.
Πως ερμηνεύετε τον τίτλο του νέου βιβλίου σας «Έχουν όλοι κακούς σκοπούς»; Ρεαλιστικό, απαισιόδοξο ή διαφορετικά και γιατί;
Δεν πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν a priori κακούς σκοπούς. Ο τίτλος αναφέρεται στο τραγούδι του Πουλικάκου και είναι μια προειδοποίηση προς τον αναγνώστη και τον αστυνόμο Νικολόπουλο: όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι εν δυνάμει ύποπτοι. Γενικά, προτιμώ να αντιμετωπίζω καλοπροαίρετα τους ανθρώπους, χωρίς αδικαιολόγητη καχυποψία.
O αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος ,πρωταγωνιστής των δύο βιβλίων σας (έχει προηγηθεί το «Για μια χούφτα βινύλια ») θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας αρσενικός αντικατοπτρισμός της δικής σας προσωπικότητας; Ποια στοιχεία σας έχει ο Χάρης Νικολόπουλος σαν χαρακτήρας;
Ο Χάρης δεν είναι επ’ ουδενί λόγω το alter ego μου. Όσοι με ξέρουν μπορούν να σας το βεβαιώσουν. Μεγαλώνοντας, έπαψα να είμαι μοναχική, χάρη στο δισκάδικο καλλιέργησα την κοινωνικότητά του, δεν δυσκολεύομαι να κάνω φίλους, είμαι μάλλον φλύαρη… Το μόνο που έχει πάρει από μένα ο Χάρης είναι η αγάπη του για τη νουάρ κουλτούρα (ταινίες, βιβλία, ρούχα) και για τους Beatles και την Amy Winehouse. Και η μανία με τον καφέ.
Στο βιβλίο σας βλέπουμε ένα φόνο που έχει προκληθεί με κίνητρο τα λεφτά. Ποια η σχέση σας με τα λεφτά;
Χωρίς να θέλω να παραστήσω την υπεράνω, τα λεφτά δεν είναι ποτέ ο πρώτος λόγος για να κάνω κάτι. Θέλω να αντλώ χαρά από τη δουλειά μου και όλες μου τις δραστηριότητες. Δεν είμαι υπερκαταναλωτική, αδιαφορώ για τα «επώνυμα προϊόντα». Μ’ αρέσει να κάνω μικρά δώρα σε όσους αγαπώ, κι αυτή είναι ίσως η μόνη μου σπατάλη: ένα cd, ένα βιβλίο, ένα ωραίο τσάι – σ’ αυτούς που ξέρω ότι θα τα εκτιμήσουν. Προσπαθώ να χρησιμοποιώ τα χρήματα αντί να με χρησιμοποιούν αυτά, να ορίζουν τη ζωή μου, τις αποφάσεις και τις ενέργειές μου.
Εσείς θα σκοτώνατε ποτέ για κάτι; Τι θα ήταν αυτό;
Η πρώτη μου αντίδραση είναι να απαντήσω: ποτέ. Ή τουλάχιστον δεν θα σκότωνα ποτέ για να αποκτήσω κάτι υλικό. Μια δεύτερη σκέψη είναι ότι θα σκότωνα ίσως για να υπερασπιστώ κάποιο πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο – αλλά η ανθρώπινη ζωή είναι για μένα απόλυτη αξία – και πώς γίνεται να αφαιρέσεις μια ζωή για να υπερασπιστείς μια άλλη; Δύσκολη ερώτηση – κι ευτυχισμένος όποιος δεν αναγκαστεί να την απαντήσει.
Σκέφτεστε να γράψετε κάτι διαφορετικό, να ξεφύγετε από τα πλαίσια του αστυνομικού βιβλίου;
Προς το παρόν με απασχολούν μόνο οι περιπέτειες του Χάρη Νικολόπουλου. Όσο για το μέλλον… αυτό είναι άδηλο, όπως είχε πει και ο Φωκυλίδης πριν 2.500 χρόνια.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο σας, διακρίνει πως είστε λάτρης της ροκ και της έντεχνης μουσικής. Ισχύει; Ποιο είναι το top 10 των αγαπημένων σας τραγουδιών;
1- Let’s pretend (Tindersticks)
2- Killjoy (Czars)
3-God’s away on business (Tom Waits)
4-I often dream of trains (Robyn Hitchcock)
5-Especially me (Low)
6-Acts of man (Midlake)
7-Workin’ woman blues (Valerie June)
8-I’m in I’m out and I’m gone (Ben Harper & Charlie Musselwhite)
9-Maybe on a Monday (Calexico)
10-All tomorrow’s parties (Dirtmusic)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου