Έχω μια αγάπη για τους ανθρώπους που έμαθαν να αναγνωρίζουν τον ερχομό της βροχής μέσα στις πιο καυτές μέρες του χρόνου, που τη μυρίζουν και την γεύονται πριν ακόμα έρθει. Με γοητεύουν ακόμα κι οι στιγμές που προειδοποιούν για τη βροχή. Όχι για τη βροχή, μάλλον, για την μπόρα, την καλοκαιρινή, τη γρήγορη, την έντονη, την ανούσια. Δεν έγκειται στη φύση αυτό το σβήσιμο τ’ ουρανού, για μας έρχεται και το ‘χα φανταστεί από πάντα. Έρχεται κι αναγεννά τη γη και ανασκουμπώνει τους ανθρώπους την ώρα εκείνη που ξαφνιασμένοι κι απροετοίμαστοι αφήνουν το νερό να πέσει. Να τρέξει πάνω τους. Θέλω το χώμα που θα μυρίσει μετά, τα δέντρα που θα στάξουν.
Έτσι, το ίδιο ακυβέρνητο, άκρως αισθητό κι αυτεξούσιο, έτσι θα τον έκανα εγώ τον έρωτα. Μπόρα καλοκαιρινή, μπόρα που τη νιώθεις, που την αισθάνεσαι πριν έρθει, που δεν τη θες μα τη ζητάς, για δέκα ρημάδια λεπτά, για μια μόνο ώρα για όλα εκείνα που θα έρθουν μαζί της και θα σ’ αφήσουν στην ανυδρία της σκέψης. Και προχθές που με ρώτησες τι θέλω, γι’ αυτή τη μπόρα σου μίλησα. Όλα εναπόκεινται στις ίδιες γενεσιουργούς αισθήσεις με τη βροχή. Θέλω μόνο να ακούω τον κρότο των ερώτων μου τα βράδια, τη δύναμη που πέφτει η ορμή τους στο χώμα κι απορροφάται ακαριαία από τη γη μεταφέροντας το σαρκικό στον κόσμου τ’ αθανάτου. Χρειάζομαι εκείνη τη βαθιά τους αναπνοή πριν το τέλος, την ηδονή πριν τον χωρισμό, κι ας είναι ανώδυνος κι ας είναι ανούσιος, ψάχνω εκείνο που τα βράδια πηγαίνει τους ανθρώπους από το μηδέν στο κάπου.Ψάχνω γύρω μου τις μυρωδιές των ανθρώπων της ζωής μου, να ακούσω τη μουσική τους τα βράδια , να μυρίσω τον καπνό τους στα σκοτάδια, το χάδι τους από το πουθενά.
Έτσι εγώ, που πάντα ζύγιαζα τις καταστάσεις, που έκρινα ορθολογικά και από πείσμα διάλεγα το ένστικτο, δεν θα ψάξω τι θέλω, δεν θα μάθω αν θέλω, δεν θα πω. Θα αφήσω τις στιγμές που θα έρθουν, κλωνάρια μικρά στα δέντρα τις ζωής μας να κρατήσουν μαζί τους ό,τι τώρα αδυνατώ να ορίσω. Δεν θα ξεκινήσω να φύγω, δεν θα ψάξω κανέναν, δεν θα αλλάξω τις πόλεις, όχι από φόβο, από έρωτα..έρωτα για τον έρωτα, για τις μεγάλες κουβέντες, για τις αλήθειες που χάνονται από την ίδια τους τη λήθη, για το τέλος που τέλος δεν είναι ποτέ.
Και…δεν ξέρω αν το κατάλαβες, μα τις μέρες που περάσαμε μαζί χτίσαμε μέσα μας ολόκληρο τον κόσμο. Αντίρροπες δυνάμεις στον αγώνα του εφικτού και του ανέφικτου, ασύμμετρες αγάπες στο δέλεαρ του χρόνου. Κι έτσι, με τον καιρό έμαθα να μην κρίνω, να ακούω περισσότερο και να μιλάω λιγότερο. Με τον καιρό έμαθα πως στον έρωτα δεν υπάρχει ούτε σωστό, ούτε και λάθος. Ό,τι συμβαίνει, τελεσιδικείται. Ό,τι βιώνεται, ποθείται. Ό,τι έλκεται, διεκδικείται. Μετά χρόνια έμαθα πως τίποτα δεν είναι πιο ντετερμινιστικό από την αγάπη, τίποτα πιο σαθρό από το πάθος. Με τα χρόνια έμαθα απλά να δέχομαι, τα λάθη, τον άνθρωπο, την έλξη… εμένα. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε μικρή στιγμή, ένας ατελέσφορος έρωτας, πάντα και για πάντα, κόντρα στην ανία και τη φτηνή μισαλλοδοξία, μακριά από τη αέναη κίνηση δήθεν ζώντων, πέρα και πάνω από εμάς.Αυτός εναπόκεινται στις μικρές ανθρώπινες δυάδες που ασυνείδητα στο βάρος των στιγμών αποτάσσουν την εγωίστρια ύπαρξή τους και μιλούν ως ένα. Κι όχι, όχι, αυτό το ρομαντικό, ποιητικό ένα της μονογαμίας. Εκείνο το ένα της αυτοδιάθεσης της στιγμιαίας απάρνησης του κόσμου.
Κάθε βράδυ, το ίδιο βράδυ να τριγυρνάει ανάμεσα σε κορμιά που δεν έχουν ή δεν θέλουν να δώσουν τίποτα πέρα πια από την υλική τους υπόσταση. Πώς υποτιμήσαμε, άραγε, έτσι το σώμα, πώς ξεχάσαμε το πνεύμα που τόσο αποτελεσματικά μεταφέρει η ύλη, πως αμφισβητήσαμε τη ζωή που φέρει μέσα της; Αυτές τις δυάδες αναζητώ σε κάθε σελίδα, στην αίσθηση που αφήνει στις άκρες των δαχτύλων μου, στα λόγια κάποιων συγγραφέων. Πώς αγαπάς τις λέξεις αν κάθε γράμμα δεν φέρει μια ιστορία, αν κάθε στίχος μια γνώριμη οσμή, μια γεύση φευγαλέα; Πώς αγαπάς έναν άνθρωπο όταν δεν φέρνει μαζί του τον έρωτα, τον όποιο έρωτα, ή έστω μια ιδέα;
Κι αν θες να μιλήσουμε σοβαρά, πιες πρώτα, να αποτάξεις το ψέμα κι αν θες να μιλήσουμε καλά, γέλα πρώτα να οπλίσεις με θάρρος, γιατί η αλήθεια πια στον κόσμο μας είναι κουβάρι. Κι ο έρωτας μπλέκεται μέσα της, μπλέκεται και χαλάει. Κι όταν μιλάς μαζί μου, να μιλάς συνειρμικά γιατί έμαθα να ακούω μα πιο πολύ να νιώθω, κι όταν γελάς μαζί μου να γελάς αληθινά γιατί αυτό το γέλιο το αγάπησα.Για τους ανθρώπους που περνούν και χάνονται, ακόμα και για αυτούς που μένουν, οφείλουμε στη νύχτα και στον εαυτό κομμάτια αδιάλυτα κρατούμενα στου χρόνου το συρτάρι.
Γράφω και ξαναγράφω και ξέχασα το πιο βασικό, τίποτα δεν αποτυπώνεται σωστά πριν έρθει το βράδυ, πριν έρθει η βροχή.
Κι ό,τι σου ‘πα πιο πάνω, λοιπόν… είναι κι αυτό όλο ψέμα.
Έτσι, το ίδιο ακυβέρνητο, άκρως αισθητό κι αυτεξούσιο, έτσι θα τον έκανα εγώ τον έρωτα. Μπόρα καλοκαιρινή, μπόρα που τη νιώθεις, που την αισθάνεσαι πριν έρθει, που δεν τη θες μα τη ζητάς, για δέκα ρημάδια λεπτά, για μια μόνο ώρα για όλα εκείνα που θα έρθουν μαζί της και θα σ’ αφήσουν στην ανυδρία της σκέψης. Και προχθές που με ρώτησες τι θέλω, γι’ αυτή τη μπόρα σου μίλησα. Όλα εναπόκεινται στις ίδιες γενεσιουργούς αισθήσεις με τη βροχή. Θέλω μόνο να ακούω τον κρότο των ερώτων μου τα βράδια, τη δύναμη που πέφτει η ορμή τους στο χώμα κι απορροφάται ακαριαία από τη γη μεταφέροντας το σαρκικό στον κόσμου τ’ αθανάτου. Χρειάζομαι εκείνη τη βαθιά τους αναπνοή πριν το τέλος, την ηδονή πριν τον χωρισμό, κι ας είναι ανώδυνος κι ας είναι ανούσιος, ψάχνω εκείνο που τα βράδια πηγαίνει τους ανθρώπους από το μηδέν στο κάπου.Ψάχνω γύρω μου τις μυρωδιές των ανθρώπων της ζωής μου, να ακούσω τη μουσική τους τα βράδια , να μυρίσω τον καπνό τους στα σκοτάδια, το χάδι τους από το πουθενά.
Έτσι εγώ, που πάντα ζύγιαζα τις καταστάσεις, που έκρινα ορθολογικά και από πείσμα διάλεγα το ένστικτο, δεν θα ψάξω τι θέλω, δεν θα μάθω αν θέλω, δεν θα πω. Θα αφήσω τις στιγμές που θα έρθουν, κλωνάρια μικρά στα δέντρα τις ζωής μας να κρατήσουν μαζί τους ό,τι τώρα αδυνατώ να ορίσω. Δεν θα ξεκινήσω να φύγω, δεν θα ψάξω κανέναν, δεν θα αλλάξω τις πόλεις, όχι από φόβο, από έρωτα..έρωτα για τον έρωτα, για τις μεγάλες κουβέντες, για τις αλήθειες που χάνονται από την ίδια τους τη λήθη, για το τέλος που τέλος δεν είναι ποτέ.
Και…δεν ξέρω αν το κατάλαβες, μα τις μέρες που περάσαμε μαζί χτίσαμε μέσα μας ολόκληρο τον κόσμο. Αντίρροπες δυνάμεις στον αγώνα του εφικτού και του ανέφικτου, ασύμμετρες αγάπες στο δέλεαρ του χρόνου. Κι έτσι, με τον καιρό έμαθα να μην κρίνω, να ακούω περισσότερο και να μιλάω λιγότερο. Με τον καιρό έμαθα πως στον έρωτα δεν υπάρχει ούτε σωστό, ούτε και λάθος. Ό,τι συμβαίνει, τελεσιδικείται. Ό,τι βιώνεται, ποθείται. Ό,τι έλκεται, διεκδικείται. Μετά χρόνια έμαθα πως τίποτα δεν είναι πιο ντετερμινιστικό από την αγάπη, τίποτα πιο σαθρό από το πάθος. Με τα χρόνια έμαθα απλά να δέχομαι, τα λάθη, τον άνθρωπο, την έλξη… εμένα. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε μικρή στιγμή, ένας ατελέσφορος έρωτας, πάντα και για πάντα, κόντρα στην ανία και τη φτηνή μισαλλοδοξία, μακριά από τη αέναη κίνηση δήθεν ζώντων, πέρα και πάνω από εμάς.Αυτός εναπόκεινται στις μικρές ανθρώπινες δυάδες που ασυνείδητα στο βάρος των στιγμών αποτάσσουν την εγωίστρια ύπαρξή τους και μιλούν ως ένα. Κι όχι, όχι, αυτό το ρομαντικό, ποιητικό ένα της μονογαμίας. Εκείνο το ένα της αυτοδιάθεσης της στιγμιαίας απάρνησης του κόσμου.
Κάθε βράδυ, το ίδιο βράδυ να τριγυρνάει ανάμεσα σε κορμιά που δεν έχουν ή δεν θέλουν να δώσουν τίποτα πέρα πια από την υλική τους υπόσταση. Πώς υποτιμήσαμε, άραγε, έτσι το σώμα, πώς ξεχάσαμε το πνεύμα που τόσο αποτελεσματικά μεταφέρει η ύλη, πως αμφισβητήσαμε τη ζωή που φέρει μέσα της; Αυτές τις δυάδες αναζητώ σε κάθε σελίδα, στην αίσθηση που αφήνει στις άκρες των δαχτύλων μου, στα λόγια κάποιων συγγραφέων. Πώς αγαπάς τις λέξεις αν κάθε γράμμα δεν φέρει μια ιστορία, αν κάθε στίχος μια γνώριμη οσμή, μια γεύση φευγαλέα; Πώς αγαπάς έναν άνθρωπο όταν δεν φέρνει μαζί του τον έρωτα, τον όποιο έρωτα, ή έστω μια ιδέα;
Κι αν θες να μιλήσουμε σοβαρά, πιες πρώτα, να αποτάξεις το ψέμα κι αν θες να μιλήσουμε καλά, γέλα πρώτα να οπλίσεις με θάρρος, γιατί η αλήθεια πια στον κόσμο μας είναι κουβάρι. Κι ο έρωτας μπλέκεται μέσα της, μπλέκεται και χαλάει. Κι όταν μιλάς μαζί μου, να μιλάς συνειρμικά γιατί έμαθα να ακούω μα πιο πολύ να νιώθω, κι όταν γελάς μαζί μου να γελάς αληθινά γιατί αυτό το γέλιο το αγάπησα.Για τους ανθρώπους που περνούν και χάνονται, ακόμα και για αυτούς που μένουν, οφείλουμε στη νύχτα και στον εαυτό κομμάτια αδιάλυτα κρατούμενα στου χρόνου το συρτάρι.
Γράφω και ξαναγράφω και ξέχασα το πιο βασικό, τίποτα δεν αποτυπώνεται σωστά πριν έρθει το βράδυ, πριν έρθει η βροχή.
Κι ό,τι σου ‘πα πιο πάνω, λοιπόν… είναι κι αυτό όλο ψέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου