Κάτω από τους ίσκιους μίας σκέψης άνοιξα και ξεδίπλωσα όλα τα όνειρα.
Κάτω από τους ίδιους ίσκιους που παραφυλούσαν και παράστεκαν τα βήματά μας.
Τα εκείνα, σαν άκοπες ανάσες μίας δανεικής ζωής, με τις πτυχές, τα αγγίγματα, τις λέξεις και όσα με όριζαν.
Καπνός ανάμεσα στα δάχτυλα, καπνός που μπαίνει μέσα στα μάτια
και τα γεμίζει με δάκρυα που δε θρηνούν
μα αναπόφευκτα κυλούν προς τα κάτω.
Ο μόνος δρόμος για την άνοδο, είναι να δεις τον δρόμο προς τα κάτω.
Έξι σκαλοπάτια, κάτω από την πέτρα, που ορίζουν το απρόσωπο της λέξης, και το ακαθόριστο -Θεέ μου-
είναι μονάχα εκείνο το δευτερόλεπτο που μας κρατά δέσμιους σε εκείνη την που ευχή που ταπεινολογήσαμε
δίπλα στα φώτα και το μουσικό αγέρι, το ιλαρό, του Απρίλη.
Τύλιξα σε άσπρο στεγνό πανί τις λέξεις μου και τις άφησα απαλά κι ευλαβικά στα χείλη σου.
Την άνοιξη εκείνη, το απόγευμα εκείνο, δεν μετρήσαμε τα βήματά μας, δεν φυλλομέτρησα τη σκέψη μου, τα δευτερόλεπτα όλα είχαν τόση αξία...και η πολυκοσμία σαν να χάθηκε με το χαμόγελό σου, σαν να κρύφθηκε η πόλη με τους ραγισμένους δρόμους, τους ραγισμένους ανθρώπους, τις καταπατημένες στιγμές, η σκιά όλων των μεγάλων άδειων κτιρίων σαν να κρύφθηκε πίσω από εκείνη και Εκείνη την λαμπρότητα των ματιών σου.
Φταίει η σκέψη μου που φέρνει πίσω τη θύμησή σου...το απόκοσμο χέρι που με το μυστηριακό του άγγιγμα -ίδιο με της μάνας την νύχτα στα παιδιά της, που δεν την βλέπει κανείς, μόνο γελά και χαϊδεύει, γελά και χαϊδεύει- γεμίζει τον κόσμο, γεμίζει την νύχτα.
Τώρα, στα άδεια δωμάτια κυματίζει η κουρτίνα και δε φταίει το παράθυρο που ξεχάστηκε ανοιχτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου