Ένα απαλό μελτέμι φυσούσε στα σοκάκια του κυκλαδίτικου νησιού και ανακάτευε τις μυρωδιές των λογής λογής καταστημάτων. Ξετρύπωναν από τα φλογισμένα μαγειρεία και προσκαλούσαν τα ρουθούνια του ετερόκλητου πλήθους που κυλούσε σαν αργόσυρτο κύμα στις γκριζόασπρες πλάκες.
Η Ντίνα παρατηρούσε την κίνηση πίνοντας τη βέλγικη μπύρα της, καθισμένη σε ένα λευκό τραπεζάκι μιας μικρούτσικης ιταλικής τρατορίας. Πότε πότε έκοβε με προσοχή, μπουκιές από την πίτσα που είχε μπροστά της. Δεν ήταν συνηθισμένη ελληνικής κατασκευής πίτσα. Λεπτό ζυμάρι πού έσπαγε πριν καλά καλά το ακουμπήσει στα χείλη της, προσούτο κρούντο από την Πάρμα και λιωμένο τυρί μασκαρπόνε. Ένας αχνός απόηχος που έφτανε στα αυτιά της από το "Il Trovatore" του Βέρντι, δεν της άφηνε σχεδόν καμία αμφιβολία ότι ο ιδιοκτήτης της τρατορίας καταγόταν από την περιοχή της Emilia Romagna.
Τα μάτια της ταξίδευαν στις φιγούρες που σουλατσάριζαν ασταμάτητα πίσω από το τρίγωνο της πίτσας της. Αταίριαστα ζευγάρια που προχωρούσαν χέρι χέρι χωρίς διόλου να ενδιαφέρονται για την εντύπωση που προκαλούσαν. Ηλικιωμένοι που χαμογελούσαν στην ιδέα πως είχαν την τύχη να βρίσκονταν εκεί, σε ετούτη τη μικροσκοπική γωνιά του κόσμου με το γενναίο μερτικό στο κίτρινο και στο γαλάζιο. Αγόρια αμούστακα ακόμα, με τενεκεδένια κουτιά αναψυκτικών στο χέρι που έτρεχαν πίσω από δροσερά κοριτσόπουλα· κοριτσόπουλα που φορούσαν σορτσάκια και αμέτρητα βραχιόλια από κλωστές πλεγμένες με χάντρες, ματάκια και κοχύλια, στους καρπούς και τους αστραγάλους τους.
Η Ντίνα κοίταξε το πακέτο με το μοναδικό της τσιγάρο πλάι στο πιάτο της. Δεν τόλμησε να το ακουμπήσει. Αν ήταν δίπλα της ο γιος της θα την κατακεραύνωνε. "Μαμά, στο έχω πει χιλιάδες φορές, κόψε το κάπνισμα, δε σε ωφελεί... μαμά, δε μ' ακούς... Ανάβεις τσιγάρο!" Ο γιος της ήταν άνθρωπος του πρέπει. Κι η νύφη της επίσης. Είχε δύο μικρά εγγόνια και μια ακούραστη συμπεθέρα που γνώριζε τα πάντα και ασφαλώς δεν θεωρούσε τη Ντίνα κατάλληλη για να μεγαλώνει παιδιά. Τη Ντίνα που κόντευε τα εξήντα και που δεν υπολόγιζε κανόνες και πρέπει. Τη Ντίνα που της άρεσε να ρεμβάζει και να ονειροπολεί σε "αυτήν" την ηλικία. Τη Ντίνα που ένιωθε μόνη μα είχε τόση αγάπη να δώσει. Τη Ντίνα που πήρε το καράβι της γραμμής κι ήρθε εδώ, εκείνη και ο εαυτός της. Τη Ντίνα που καθόταν τώρα σε μια μικρούτσικη τρατορία χαζεύοντας το πλήθος και αναρωτιόταν πόσοι άνθρωποι είχαν ανεξάντλητα αποθέματα έγνοιας και αγάπης μέσα τους αλλά κανείς στον κόσμο δε νοιαζόταν να τους τα γυρέψει.
Τις σκέψεις της διέκοψε ένα γλυκύτατο γελάκι. Ο άντρας κι η γυναίκα με το ανοιχτόχρωμο και κατά τόπους ροζ από τον ήλιο δέρμα, που έτρωγαν στο διπλανό τραπέζι έσκυψαν στο παιδικό καροτσάκι και γέλασαν επίσης, με τον χαρακτηριστικά αστείο και τρυφερό τρόπο που γελούν όλοι οι γονείς στα βλαστάρια τους. Η Ντίνα τέντωσε το λαιμό της για να δει το πλασματάκι που έκρυβε το σκούρο μπλε ριγωτό ύφασμα. Δεν τα κατάφερε Η κατάξανθη μαμά εξακολουθούσε να κάνει χαριτωμένες γκριμάτσες στο μικρό της. Το γελάκι συνεχιζόταν. Χαμογέλασε άθελά της. Δεν ένιωθε πια τόσο μίζερη και μόνη. Ο μπαμπάς τότε έγειρε προς τη μεριά του καροτσιού και ανασήκωσε το "θησαυρό" του. Δύο κατάμαυρα χεράκια τυλίχτηκαν στο σβέρκο του. Δυο σκούρα λαμπερά ματάκια φώτισαν τον πεζόδρομο. Η Ντίνα άναψε το τελευταίο της –στην κυριολεξία τσιγάρο, αδυνατώντας να αποχωριστεί από το βλέμμα της τον κύκλο της αγάπης που σχημάτιζαν τα δύο χρυσαφένια κεφάλια με το σγουρομάλλικο σοκολατί ανθρωπάκι. Υπάρχει παντού συλλογίστηκε, αρκεί να την ψάξεις. Η αγάπη δεν έχει κανόνες. Δε γνωρίζει από πρέπει. Ούτε τελειώνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου