Κάτι μέρες
με σημαδεύουν
στην καρδιά
με μια σφαίρα
δυνατή
- από πρόσωπα
που έφυγαν -
εισχωρούν
βαθιά
στο όνειρο
και λυτρώνουν
τον πόνο
που μεγάλωσα.
Τώρα που
οι εφιάλτες μου μεγάλωσαν
- καταλαβαίνω -
πως όσο και να πάλεψα
με το σκοτάδι
- πάντα αυτό
με σκέπαζε τις νύχτες.
Έχω ένα
ποίημα
μέσα μου
που δεν τελειώνει ποτέ
- και συνήθως
κρύβεται στον πόνο
που δεν μοιράστηκα ποτέ
ή σε αυτήν την σιωπή
που σιγοτραγουδά
αφού κάνουμε έρωτα.
Έχω έναν πόνο
που περνά
απευθείας στην καρδιά
- και για να ζεσταθεί -
περνά στις φλέβες του
τα χαμόγελα
των περασμένων
εκείνων ανθρώπων
- που πια και αυτοί -
σαν μια θολή μα γνώριμη σκιά
αποκοιμιούνται κάθε βράδυ
στο πιο ζεστό μέρος
που υπάρχει μέσα μας.
Κάτι μέρες
στοχεύουν στην καρδιά
- και έτσι
αποφάσισα πια
να ζήσω στο όνειρο -
εκείνο που
όλα δεν συνέβησαν ποτέ
ή μάλλον
όλα είχαν συμβεί
προτού ονειρευτώ.
Μοιράσου
μαζί μου
έναν τελευταίο
ποτήρι
από αυτό το όνειρο.
Και δώσε μου
να πιω το φιλί σου.
Το φιλί σου
πάντοτε
κοίμιζε τον πόνο.
Οι εφιάλτες μου
μεγάλωσαν
- και καμιά φορά
τους αιχμαλωτίζω εγώ -
και πάνω τους
απλώνεται
μια μακρινή ζωή
στο χρώμα της στάχτης
που δεν θέλω να θυμάμαι.
Θυμάμαι κάτι στιγμές
μα πιο πολύ
τα πρόσωπα τους
- που περνάνε
απευθείας στο φως -
και με ζεσταίνουν
σαν ένα παραμύθι
που ακούσαμε κάποτε
ή σαν εκείνα τα χέρια
που κάποτε μας αγκάλιασαν σφιχτά
και τώρα απομακρύνονται
απ'τον χρόνο.
Έχω κάπου
στον βυθό
της καρδιάς μου
- ένα ποίημα
φυλαγμένο -
και έχει
στις λέξεις του
- το χρώμα του σκοταδιού
και την μυρωδιά
εκείνου
του παλιού παραμυθιού.
Κάποτε
- όταν
θα ξεμακραίνω
από αυτό που με χτυπά -
θα λυτρωθούν
όλα τα ποιήματα
και όλα τα πρόσωπα
που ζήσανε μέσα μας
- και ύστερα
θα κοιμηθούμε
επιτέλους
ήσυχα
- ενώ από κάπου
θα ακούγονται
γνώριμα γέλια
ή αυτή
η ματωμένη μουσική
που πάντα
μάτωνε για εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου