Είναι αυτές οι κρυϕές χαρές μας που τις λέξεις αγαπάνε, σ’ ανταριασμένα μέσα αναϕιλητά του απείρου λιγόστιγμα. Είναι κι εκείνοι οι θνητοί, μπρος στην σκηνή κρεμασμένοι. Στα δυο άκρα παγιέτες, στη μέση η κλωστή. Οι συνηθισμένοι, αυτοί, του προβολέα της γης, ράϕτες, της βουερής οχλαγωγίας επαίτες, σχοινοβάτες, ρυθμιστές ασουλούπωτοι.
Γελαστές μαριονέτες θιάσου που ϕοράνε θαρρείς, ώμους ξεκούρδιστους• γάντια λευκά. Ορίζουν με κιμωλία τον κύκλο. Αλλού βαθαίνει, αλλού το μπλε, ανοιχτό γαλάζιο, αστάρι, σε μαύρο πίνακα αϕέντη που γεννάει όλα τα χρώματα.
- Βαλέρια, τα μαλλιά σου πνιχτά, όταν την Ποίηση ανταμώνεις, τον ήλιο γέρνεις στο ϕως. Σαν αίμα απλώνεσαι σε σάρκα ρόδινη. Και πάλι. Μαύρο ϕεγγάρι σαν βγεις το ϕως αρπάζεις. Πίσω από το ραγισμένο γυαλί την καρδιά μου αγαπάς!
Θρύψαλα•
Γελαστές μαριονέτες θιάσου που ϕοράνε θαρρείς, ώμους ξεκούρδιστους• γάντια λευκά. Ορίζουν με κιμωλία τον κύκλο. Αλλού βαθαίνει, αλλού το μπλε, ανοιχτό γαλάζιο, αστάρι, σε μαύρο πίνακα αϕέντη που γεννάει όλα τα χρώματα.
- Βαλέρια, τα μαλλιά σου πνιχτά, όταν την Ποίηση ανταμώνεις, τον ήλιο γέρνεις στο ϕως. Σαν αίμα απλώνεσαι σε σάρκα ρόδινη. Και πάλι. Μαύρο ϕεγγάρι σαν βγεις το ϕως αρπάζεις. Πίσω από το ραγισμένο γυαλί την καρδιά μου αγαπάς!
Θρύψαλα•
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου